«Ο Γέροντας είχε τόση φροντίδα και μέριμνα για την έξοδό του, που νόμιζε κανείς ότι όντως πρόκειται να ταξιδέψη αυτήν την ώρα και περίμενε το μέσο της μεταφοράς. Εμείς απεγνωσμένα προσπαθούσαμε με ό,τι μέσο μπορούσαμε, επιστημονικό ή πρακτικό, τουλάχιστον να τον ανακουφίσωμε, γιατί κατά διαστήματα η δύσπνοια τον δυσκόλευε πολύ. Εκείνος όμως μας έλεγε· “μη κοπιάζετε, παιδιά, δεν πρόκειται να μείνω. Από πόσο καιρό περιμένω αυτή την ώρα! Μόνον εύχεσθε να μην εμποδίση τίποτα την ελπίδα μου. Έως ότου ζη ο άνθρωπος, δεν μπορεί ν’ αμεριμνήση”.
Κατά
την 14η Αυγούστου του 1959 ετοιμαζόταν πολύ και υπολογίζοντας την
επομένη, που ήταν η εορτή της Κοιμήσεως, ανυπομονούσε· κάτι περίμενε. Συνάμα
και η κατάστασί του είχε επιδυνωθή. Πέρασαν προηγουμένως φίλοι του λαϊκοί και
τον χαιρέτησαν και, όταν του ευχήθηκαν ανάρρωσιν, τους είπε· “όχι, όχι· φεύγω
σύντομα! Όταν θ’ ακούσετε μετά τρεις ημέρες τις καμπάνες, να ξέρετε ότι έφυγεν
ο φίλος σας· υπολογίζω της Παναγίας μας”.
Την
άλλη μέρα, στη μνήμη της Κυρίας μας Θεοτόκου, παρευρέθη στην Λειτουργία, μετά
κόπου είπε το τρισάγιο και μετέλαβε για τελευταία φορά πλέον λέγοντας “εις
εφόδιον ζωής αιωνίου”. Κοίταζε με επιμονή την εικόνα της Κυρίας μας, που τόσο
την αγαπούσε, και σαν να της ζητούσε κάτι. Κάτι, που το γνώριζε ακριβώς αυτή.
Τα ήρεμα δάκρυά του μαρτυρούσαν την προς Αυτήν ενδόμυχη αίτησι της ψυχής του·
Αυτήν ,που τόσες φορές τον παρηγόρησε και του συνέστησε να τρέφη βεβαίαν ελπίδα
προς την ευσπλαγχνία Της».
(«Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Αγώνες-Εμπειρίες- Διδασκαλίες», Ιωσήφ Μοναχού, έκδοση Κελλίου «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου» Νέας Σκήτης, Άγιον Όρος 1985 [3], σελίδες 113-114)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου