Ο μήνας Ιούνιος λαμπροφορεί τις μεγάλες μορφές των
αγίων πρωτοθρόνων αποστόλων Πέτρου και Παύλου (29 Ιουνίου), για των οποίων την
εορτή μάλιστα η Εκκλησία μας προετοιμάζει με ξεχωριστή νηστεία.
Πρόκειται περί μεγάλης εορτής κατά την οποία
καλούμαστε να ακολουθήσουμε κι εμείς την εν αγάπη προς τον Κύριο πορεία τους,
αλλά επίσης να προκληθούμε να αναμετρηθούμε και στο θέμα της εν Χριστώ ενότητάς
μας, όπως αυτό προβάλλεται με έντονο τρόπο από την εικόνα του
ασπασμού-εναγκαλισμού τους -η πιο γνωστή εικόνα των πρωτοκορυφαίων είναι
ακριβώς ο ένας να αγκαλιάζει τον άλλον.
Κατά τον μακαριστό Φώτη Κόντογλου μάλιστα υπάρχει κι
ένα επίγραμμα που συνοδεύει τη συγκεκριμένη εικόνα: «Ποθών ο Πέτρος την
σεβασμίαν θέαν του συμμαθητού, προς συνάντησιν τρέχει. Ιδών δ’ ο Παύλος όνπερ
επόθει λίαν, χείρας εκτείνας, δεξιούται τον Πέτρον» (Ποθώντας ο Πέτρος τη
σεβάσμια όψη του συμμαθητή του τρέχει προς συνάντησή του. Βλέποντας κι ο Παύλος
αυτόν που τόσο πολύ ποθούσε απλώνει τα χέρια και τον αγκαλιάζει).
Η κλήση ν’ ακολουθήσει κανείς τους αγίους
είναι αυτονόητη για την Εκκλησία. Δεν τους προβάλλει χάριν φιλολογικού
μνημοσύνου, αλλά για να τους υποδείξει ως οδοδείκτες και αδελφούς, οι οποίοι
προσανατολίζουν στον μόνο Σωτήρα Ιησού Χριστό κι ενισχύουν τον δικό μας
πνευματικό αγώνα προς μίμησή τους.
Άλλωστε «τιμή
μάρτυρος μίμησις μάρτυρος». Κι αυτό σημαίνει ότι όπως οι μεγάλοι αυτοί
απόστολοι αγάπησαν με απόλυτο τρόπο τον Χριστό μέχρι θυσίας της ζωής τους, κατά
τον ίδιο τρόπο οφείλουμε κι εμείς αντιστοίχως να πορευτούμε. Το ξεχωριστό στην
εορτή που αξίζει σχολιασμού είναι ο εναγκαλισμός τους. Γιατί στον εναγκαλισμό
βλέπουμε το όριο της πίστης μας, αυτό που ο καθένας πρέπει να κάνει με κάθε
συνάνθρωπό του.
Τι εννοούμε; Μπορεί καταρχάς η εικόνα να προϋποθέτει
μία «απολογητική» διάθεση του αγιογράφου -ιστορικά γνωρίζουμε ότι είχε υπάρξει
σύγκρουση μεταξύ των δύο αποστόλων (ο απόστολος Παύλος όταν «ήρθε ο Πέτρος
στην Αντιόχεια, του αντιμίλησε κατά πρόσωπο, γιατί ήταν αξιοκατάκριτος. Γιατί
πριν έρθουν μερικοί άνθρωποι του Ιακώβου, έτρωγε στα κοινά δείπνα μαζί με τους
εθνικούς. Σαν ήρθαν όμως, υποχωρούσε και διαχώριζε τη θέση του, επειδή φοβόταν
τους Ιουδαίους»: Γαλ. 2, 11εξ.)-, όμως αυτό που κυριάρχησε και τότε και
μετέπειτα ήταν ακριβώς η εν Χριστώ ενότητά τους, ο εναγκαλισμός τους.
Γιατί τελικά αυτό ισχύει στη χριστιανική πίστη: μπορεί
να διαφωνώ με τον συνάνθρωπό μου (όταν πρόκειται μάλιστα για θέματα που δεν
άπτονται του πυρήνα της πίστεως), δεν παύω όμως να τον αγαπώ και να χαίρομαι
από την παρουσία του και την ύπαρξή του. Κι αυτό γιατί η αγάπη ως αποδοχή του
άλλου, και μάλιστα σε σημείο να τον θεωρώ κομμάτι δικό μου και κρυμμένη
παρουσία του Χριστού, είναι το διαρκώς ζητούμενο και το άκρως επιθυμητό.
Ο Κύριος αυτό έθεσε ως προϋπόθεση για να είναι μαζί
μας και εμείς μαζί Του. «Αυτή είναι η εντολή μου με την οποία θα δείχνετε ότι
με αγαπάτε: να αγαπά ο ένας τον άλλον». Για να συνεχίσει: «Έτσι θα νιώσετε κι
εσείς την αγάπη του Θεού Πατέρα και τη δική μου και θα κάνουμε κατοικητήριό μας
την ύπαρξή σας».
Οπότε στην εικόνα του εναγκαλισμού των αποστόλων με τη
διευκρίνηση του επιγράμματος έχουμε την εποπτική παράσταση της σχέσεως των
χριστιανών μεταξύ μας: τρέχουμε με βαθιά αγάπη προς τον συνάνθρωπό
μας, γιατί μας έλκει το σεβάσμιο της μορφής του∙ κι εκείνος αντιστοίχως με τον
ίδιο πόθο προς εμάς ανοίγει την αγκαλιά του για να μας περικλείσει μέσα του.
Και το βάθος που δεν φαίνεται στην εικόνα: και οι δύο είναι μέσα στην αγκαλιά
του Χριστού.
Κάθε διαφορετική εικόνα σχέσεως, έστω κι αν
χαρακτηρίζεται χριστιανική, δεν είναι. Γιατί πάντα θα λείπει η παρουσία του
Χριστού.
Πηγή: Ακολουθείν