Σύμφωνα με το σημερινό Αποστολικό
ανάγνωσμα, αγαπητοί μου φίλοι, ο ιδανικός τύπος του ανθρώπου της Εκκλησίας
είναι ο άγιος άνθρωπος. Άγιος θα πει καθαρός, ειλικρινής, τίμιος, ευσυνείδητος,
συνεπής, φρόνιμος, εργατικός, σεμνός και πολλά άλλα. Η Εκκλησία είναι κοινωνία
αγίων. Μέσα στην Εκκλησία παλεύουμε για να γίνουμε άγιοι, «επιτελούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού» (Β΄
ΚΟΡ. 7, 1). Η αγιότητα δεν είναι ποτέ ένα τέρμα, αλλά πάντα μια πορεία και μια
προσπάθεια, για να ξεπεράσουμε κάθε φορά τον εαυτό μας και να γίνουμε
καλύτεροι. Αυτή είναι η εικόνα του Αγίου· ένας άνθρωπος, που παλεύει δια βίου
να γίνει τέλειος, και κάποτε «τελειούται» άλλος «ξίφει» και άλλος «εν
ειρήνη», όπως διαβάζουμε στα Μαρτυρολόγια και στα Συναξάρια. Ο αγώνας αυτός
αξίζει όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Είναι αγώνας που μας οδηγεί στην τελείωση
και στη σωτηρία μας.
Τον αγώνα του Χριστιανού για την τελείωσή
του ο Απόστολος Παύλος τον συνδέει με το φόβο του Θεού. Ο φόβος όμως αυτός δεν
είναι ένα δουλικό και ανελεύθερο αίσθημα, αλλά εκείνο που οι αρχαίοι Έλληνες
σήμαιναν με τη λέξη «αιδώς». Φόβος Θεού είναι ο σεβασμός, η ντροπή και το
δέος για όποιον βλέπει πάντα μπροστά του τον Θεό, για όποιον ξέρει και
αισθάνεται πως ο Θεός τον βλέπει και τον ακούει. Πουθενά δεν μπορούμε να
κρυφτούμε από τον Θεό. Βρισκόμαστε πάντα ενώπιόν Του. Ούτε και μέσα μας
μπορούμε να κρυφτούμε, γιατί μέσα μας είναι το Πνεύμα του Θεού, το Οποίο
χαίρεται και μας κάνει να χαιρόμαστε, όταν επιτελούμε αγιωσύνη, και λυπάται και
μας κάνει να μετανοούμε, όταν αμαρτάνουμε. Η συνείδηση είναι εκείνη που μας
ελέγχει, για οτιδήποτε κακό κάνουμε στη ζωή μας. Όπως και η συνείδηση είναι
πάλι αυτή, που μας επιβραβεύει για οτιδήποτε καλό κάνουμε.
Στην Παλαιά Διαθήκη είναι γνωστή η ιστορία
του Ιωσήφ του Παγκάλου, όταν στην Αίγυπτο βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Η
σύζυγος του Πετεφρή τον προκαλούσε να διαπράξει μαζί της την αμαρτία. Ο Ιωσήφ
τότε είπε : «Πως ποιήσω το ρήμα το πονηρόν τούτο και ουχ αμαρτήσομαι εναντίον
του Θεού ;» (ΓΕΝ. 39, 9). Δηλαδή, «πως μπορώ να κάνω το κακό που εσύ μου λες και να μην αμαρτήσω μπροστά
στα μάτια του Θεού ;» (ΓΕΝ. 39, 9). Ο πειρασμός ήταν μεγάλος, μα ήταν παρών
και έβλεπε ο Θεός. Σε τέτοιες δύσκολες στιγμές μόνο ο φόβος του Θεού μας σώζει.
Και όταν πλέον ο κίνδυνος κορυφώθηκε, ο Ιωσήφ παράτησε τα ρούχα του στα χέρια
της κυρίας του κι έφυγε. «Καταλιπών τα ιμάτια αυτού εν ταις χερσίν αυτής έφυγε
και εξήλθεν έξω» (ΓΕΝ. 39, 12). Προτίμησε να βγει στο δρόμο γυμνός και να
ντροπιασθεί ενώπιον των ανθρώπων, παρά να αμαρτήσει ενώπιον του Θεού.
Όσοι δεν θέλουν να μιλούν για φόβο Θεού
στο βάθος δεν πιστεύουν σε Θεό. Βγάζουν τον Θεό από μέσα τους και θαρρούν πως ο
Θεός πέθανε και δεν υπάρχει. Ή γελιούνται και λένε πως δεν φοβούνται, αλλά
αγαπούν τον Θεό· αλλ’ αυτοί, καθώς γράφει ο Απόστολος Παύλος, «εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς
αυτών» (ΡΩΜ. 1, 21). Αν δεν είναι ο σωτήριος φόβος του Θεού, τότε δεν μας
κρατάει τίποτα. Αν δεν υπάρχει ο Θεός, ύστερα δεν υπάρχει «αιδώς» και όλα
επιτρέπονται. Δυστυχώς πολλοί άνθρωποι στη σημερινή εποχή έχουν βγάλει τον Θεό
από τη ζωή τους και έχουν χάσει πλέον την ντροπή. Ας μην γελιόμαστε, η ντροπή
δεν είναι αίσθημα, που το εμπνέει μια δήθεν κοινωνική ευπρέπεια, αλλά έχει τις
ρίζες του βαθύτερα μέσα στο φόβο του Θεού και στην αίσθηση της παρουσίας Του.
Χωρίς το φόβο του Θεού δεν αισθανόμαστε καμία ντροπή.
Η παρουσία του Θεού είναι αισθητή και
φανερή και μέσα μας και γύρω μας. Αν η συνείδηση του ανθρώπου πωρωθεί, τότε δεν
μπορεί να αισθανθεί την παρουσία του Θεού μέσα του. Ούτε πάλι μπορεί να
διακρίνει τον Θεό γύρω του. Αυτός ο άνθρωπος πλέον αμαρτάνει άφοβα και
αναίσχυντα. Δεν διστάζει πριν την διάπραξη της αμαρτίας, μα ούτε και ύστερα
μετανοεί. Έχει χάσει κάθε επαφή με τον Θεό. Εμείς οι Χριστιανοί όμως οφείλουμε
να είμαστε διαφορετικοί. Οφείλουμε να αγωνιζόμαστε για την προσωπική μας
τελείωση. Και αυτό μπορεί να γίνει με τον πόλεμο εναντίον των παθών, που μας
ταλαιπωρούν, αλλά και με την μετάνοια όταν αποτυγχάνουμε σε αυτή την
προσπάθεια, η οποία ολοκληρώνεται στο Μυστήριο της Εξομολογήσεως. Ζώντας αυτή
την πνευματική ζωή, φοβόμαστε και ντρεπόμαστε τον Θεό, όταν διαπράττουμε κάποια
αμαρτία.
Αγαπητοί μου φίλοι, δεν θα ξεπεράσουμε τον
εαυτό μας και δεν θα γίνουμε καλύτεροι, παρά μόνο με το φόβο του Θεού. Και δεν
μιλάμε για μια οποιαδήποτε βελτίωση, αλλά για την πνευματική μας τελειότητα,
για την αγιότητά μας. Ο σκοπός της ζωής μας δεν είναι να παντρευθούμε, να
κάνουμε παιδιά, να κτίσουμε σπίτια και να αποκτήσουμε περιουσία. Ο σκοπός της
ζωής μας είναι να γίνουμε άγιοι. Είναι να γίνουμε πολίτες της Βασιλείας του
Θεού. Και όταν αγωνιζόμαστε έτσι προσωπικά, τότε θα μπορεί να καλυτερεύσει και
ολόκληρος ο κόσμος. Όταν αγωνιζόμαστε είμαστε αληθινοί Χριστιανοί. Σε αντίθετη
περίπτωση είμαστε διπρόσωποι και δεν ωφελούμαστε στην προσωπική μας ζωή. Ως
αληθινοί Χριστιανοί οφείλουμε να έχουμε εμπιστοσύνη στις θείες επαγγελίες και
να καθαρίζουμε «εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, επιτελούντες
αγιωσύνην εν φόβω Θεού» (Β΄ ΚΟΡ. 7, 1).
Με
αγάπη Χριστού,
π.
Βασίλειος.