Ο Ευαγγελιστής Μάρκος, αγαπητοί μου φίλοι,
μας μεταφέρει χρονικά, μέσα από τη σημερινή Ευαγγελική περικοπή, στο απόγευμα
της Μεγάλης Παρασκευής. Σκοτάδι πυκνό έχει καλύψει τα πάντα. όλα έχουν
τελειώσει. Στον Γολγοθά έχουν μείνει η Παναγία μας, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης και
κάποιες αφοσιωμένες μαθήτριες του Κυρίου, με έναν φόβο να πλανάται στο νου
τους, τον φόβο μήπως μείνει το πανάχραντο σώμα του Κυρίου πάνω στον Σταυρό
άταφο, εκτεθειμένο σε μύριες προσβολές. Ο μόνος που ήταν αρμόδιος για την ταφή
του αχράντου σώματος του Χριστού ήταν ο Πιλάτος. Ποιος όμως θα τολμούσε μέσα
στην ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα της ημέρας να το ζητήσει αυτό; Εκείνη όμως ακριβώς
τη δύσκολη στιγμή παρουσιάζονται αναπάντεχα δύο πρόσωπα για το σκοπό αυτό. Ήσαν
οι δύο κρυφοί μαθητές του Χριστού, ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας και ο Νικόδημος.
Και οι δύο ήσαν έντιμα μέλη του Ιουδαϊκού
Συνεδρίου, ερμηνευτές του Νόμου, άρχοντες των Ιουδαίων και διδάσκαλοι του
Ισραήλ. Ο κόσμος τους είχε σε υπόληψη λόγω του αξιώματός τους. Παρόλα αυτά δεν
υπολόγισαν τους κινδύνους και ζήτησαν από τον Πιλάτο το σώμα του Ιησού.
Δεν υπολόγισαν τη θέση τους, το αξίωμά
τους, τον πλούτο τους, την κοινωνική τους καταξίωση γιατί αγαπούσαν τον Κύριο.
Γι’ αυτό και ο Χριστός τους αξιώνει να γίνουν οι μυροφόροι και οι ενταφιαστές
του αγίου σώματός Του. Συγκλονισμένοι αγγίζουν το πανάσπιλο σώμα του
Σταυρωθέντος Χριστού, το αποκαθηλώνουν και του αποδίδουν τον σεβασμό και τη
νεκρική τιμή. Ο Νικόδημος μάλιστα είχε φέρει για την ταφή εκατό λίτρα σμύρνας
και αλόης. Έχει λοιπόν τους ανθρώπους Του ο Θεός. Ακόμη και αυτούς που εμείς
δεν υπολογίζουμε. Αυτοί κάποτε παρουσιάζονται σε δύσκολες στιγμές οι πιο
δυνατοί και αμετακίνητοι κήρυκες της πίστης.
Κοντά στον Σταυρό του Κυρίου οι
αφοσιωμένες μαθήτριές Του με σπαραγμό καρδίας βλέπουν την όλη διαδικασία, την
αποκαθήλωση και την ταφή. Πως να αντέξουν να βλέπουν Αυτόν που σαγήνευε τα
πλήθη, τώρα να κείτεται νεκρός! Πως να αντικρίσουν άψυχο Αυτόν που έδινε ζωή!
Πως να αντέξουν την απουσία του πιο αγαπημένου τους προσώπου! Και αφού έκλαψαν
δίπλα στο μνημείο, όταν τελείωσε ο ενταφιασμός έφυγαν με μεγάλη στενοχώρια για
τα σπίτια τους. Ο χρόνος τώρα άρχισε να μετράει διαφορετικά. Οι ώρες
ατελείωτες. Οι μαθήτριες του Κυρίου ανυπομονούσαν να παρέλθει το Σάββατο για να
τρέξουν και πάλι στο μνημείο προκειμένου να εκδηλώσουν με τα μύρα και τα δάκρυά
τους, τον πόνο και την αγάπη τους. Είχαν δει βέβαια ότι ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος
μύρωσαν το σώμα του Κυρίου. Αλλά αυτές δεν το θεωρούν αρκετό. Αγοράζουν και
άλλα αρώματα. Σκέπτονται πως ό,τι κι αν κάνουν για τον Χριστό δεν είναι ποτέ
αρκετό και αντάξιο της αγάπης Του.
Οι μαθήτριες του Κυρίου αγαπούσαν πολύ
τον Διδάσκαλό τους. Ίσως τη νύκτα που είχε προηγηθεί του Σαββάτου να μην είχαν
κλείσει καθόλου τα μάτια τους, προκειμένου να ξεκουρασθούν. Και τώρα πριν
καλά-καλά ξημερώσει, όπως μας πληροφορεί και πάλι ο Ευαγγελιστής Μάρκος,
τρέχουν με αγωνία και πόθο να δουν έστω και νεκρό τον αγαπημένο τους Ιησού. Και
επειδή αγαπούν, δεν υπολογίζουν κανένα εμπόδιο στο δρόμο τους. Ούτε τον φόβο
της νύκτας, ούτε τον φόβο των Ιουδαίων, ούτε τον φόβο των Ρωμαίων στρατιωτών,
ούτε τον φόβο των ληστών. Ακόμη και ο πελώριος λίθος που κάλυπτε το μνήμα του
Χριστού δεν στάθηκε εμπόδιο σε αυτή την πορεία τους. Βέβαια ανθρωπίνως είχαν
αναρωτηθεί για το ποιος θα κυλήσει τον λίθο από τη θύρα του μνημείου. Η καρδιά
τους κτυπούσε μόνο για τον Χριστό. Τρέχουν στον τάφο, ενώ κανείς από τους
μαθητές του Κυρίου δεν τόλμησε να έλθει εκεί πριν από αυτές.
Μόλις όμως πλησίασαν στο μνημείο,
συνειδητοποίησαν πως όλα τα εμπόδια είχαν ξεπερασθεί. Οι φρουροί ήσαν άφαντοι,
ο λίθος είχε αποκυλισθεί μακριά από την είσοδο του μνημείου. Ο δρόμος προς τον
Χριστό ανοικτός και μπροστά τους ήσαν άγγελοι φωτεινοί και ακτινοβόλοι, κήρυκες
της Ανάστασης του Κυρίου. Πως άλλαξαν τόσο αστραπιαία όλα γύρω τους και μέσα
τους; Πως άντεξαν αυτή την ξαφνική μεταβολή των γεγονότων και των συναισθημάτων
τους; Πως το σκοτάδι έγινε φως και η απελπισία ελπίδα; Πως τόσο ξαφνικά η
απογοήτευση έγινε ξέφρενη χαρά, ο πόνος ενθουσιασμός, έκσταση και θαυμασμός;
Έτσι συμβαίνει όπου κάνει το πέρασμά Του ο Αναστημένος Χριστός. Όλα αλλάζουν,
όλα μεταμορφώνονται. Οι σταυρωμένοι άνθρωποι από διάφορα προβλήματα της
καθημερινής ζωής, με την παρουσία του Χριστού, γελάνε πλέον αναστάσιμα.
Αγαπητοί μου φίλοι, οι γυναίκες αυτές έγιναν
όχι μόνον Ευαγγελίστριες της Ανάστασης στους Αποστόλους, αλλά και αγγελιοφόροι,
σε όλες τις εποχές του μεγάλου διδάγματος. Όσοι ζητούν με πόθο τον Κύριο και
πορεύονται με άγιο ζήλο στο δρόμο Του, θα δουν τις δυσκολίες που παρεμβάλλονται
στην πορεία τους να εκμηδενίζονται με θαυμαστό τρόπο. Γιατί ανάσταση σημαίνει
να ζούμε καθημερινά με τέτοιο τρόπο, ώστε κανένα πρόβλημα ακόμη και ο θάνατος
να μην μπορεί να φωλιάσει μέσα μας. Όλα τα κακά διαλύονται από το Φως της
Ανάστασης του Κυρίου μας. Όσοι ζουν τη ζωή της Εκκλησίας προσλαμβάνουν τις
διάφορες δυσκολίες της ζωής με διαφορετικό τρόπο, πιο πνευματικό και πιο
αναστάσιμο. Κοντά στην Εκκλησία οι άνθρωποι βλέπουν την παρουσία του
Αναστημένου Χριστού να εκδηλώνεται άμεσα και κυριαρχικά πάνω από κάθε προσδοκία.
Και έτσι διαλαλούν ουσιαστικά και όχι τυπικά, με όλη τη δύναμή τους: Χριστός
Ανέστη!
Με
αγάπη Χριστού Αναστάντος,
π.
Βασίλειος.