Ο Μιχάι Εμινέσκου, (Mihai Eminescu,
πραγματικό όνομα Mihail Eminovici-Μιχαήλ Εμινόβιτσι, 15 Ιανουαρίου 1850-15 Ιουνίου 1889)
ήταν Ρουμάνος ποιητής και λογοτέχνης. Γεννήθηκε
στο Μποτοσάνι (Botoșani) της Μολδαβίας στις 15 Ιανουαρίου 1850
και υπήρξε γόνος ευκατάστατης επαρχιακής οικογένειας. Ξεκίνησε το σχολείο στην πόλη Τσερναούτσι (Cernăuți) και το τελείωσε στο Σιμπίου
(Sibiu), όπου είχε την ευκαιρία να μελετήσει επαρκώς τη γερμανική γλώσσα. Σε ηλικία
19 ετών εγγράφηκε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Βιέννης
και κατόπιν μελέτησε νομικά στο Βερολίνο και στην Ιένα. Δίχως να
ολοκληρώσει τις σπουδές του σε κάποιον ιδιαίτερο τομέα, επέστρεψε στην πατρίδα
του εργαζόμενος ως βιβλιοθηκάριος, σχολικός επιθεωρητής και δημοσιογράφος στο Ιάσιο (Iași) (1874-1876). Έχασε τη θέση
εργασίας του εξαιτίας πολιτικών αντιπαλοτήτων και αναγκάστηκε να μετακομίσει
στο Βουκουρέστι (București), όπου εργάστηκε
κυρίως ως αρθρογράφος, συνεχίζοντας παράλληλα να γράφει και να δημοσιεύει
ποιήματα.
Από πολύ νωρίς ο Εμινέσκου έδειξε το ποιητικό του
ταλέντο δημοσιεύοντας ποιήματα του στο γνωστό τότε φιλολογικό περιοδικό της
πατρίδας του «Λογοτεχνικές Συνδιαλέξεις» (Convorbiri Literare), όπου και
δέχθηκε εγκωμιαστικές κριτικές από τον μεγάλο κριτικό και λογοτέχνη Τίτο Μαϊορέσκου
(Titu Maiorescu). Ανήκε στη γενιά των μεγάλων κλασικών Ρουμάνων συγγραφέων,
όπως ο διηγηματογράφος Ίον Κρεάνγκα (Ion Creangă) και ο φαναριώτικης καταγωγής
λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας Ίων Λούκα Καρατζιάλε (Ion-Luca
Caragiale), ο οποίος συνεργάστηκε με τον νεαρό ποιητή Εμινέσκου στην εφημερίδα «Ο Χρόνος» (Timpul). Η σταδιοδρομία του ταλαντούχου ποιητή δε διήρκεσε πολύ.
Υπέστη διανοητική διαταραχή -μανιοκαταθλιπτική ψύχωση- το 1883. Μετά από μακρά
θεραπεία στο Ντέμπλινγκ (Doebling) της Αυστρίας η υγεία του φαινομενικά
σταθεροποιήθηκε. Επέστρεψε στην πατρίδα του και εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στο
Ιάσιο μέχρι το 1887. Οι διανοητικές του διαταραχές επιδεινώθηκαν το 1889 και
αναγκάστηκε να καταφύγει σε ένα σανατόριο στο Βουκουρέστι. Εκεί μια πέτρα ενός παράφρονα
του έθραυσε το κρανίο και τον οδήγησε στον θάνατο. Μόλις 13 έτη διήρκεσε η
δημιουργική του πορεία, καθώς έφυγε στις 15 Ιουνίου του 1889 σε ηλικία μόλις 39
ετών. Στα λίγα αυτά χρόνια της δημιουργικής του πορείας ο ποιητής δημοσίευσε
μόνον 64 ποιήματα. Μετά το θάνατό του βρέθηκαν στο σπίτι του χιλιάδες
αδημοσίευτων χειρογράφων με ποιήματα, πεζά, θεατρικά έργα, φιλοσοφικές μελέτες,
μεταφράσεις κ.λπ., που αποδεικνύουν το πολυσχιδές ταλέντο του ποιητή. Το πορτραίτο του πήρε τη θέση του στην Αλέα των
Κλασικών της Ρουμανικής λογοτεχνίας, σε ένα γλυπτικό σύμπλεγμα στο
πάρκο του Στεφάνου του Μεγάλου (Ștefan cel Mare), στο Κισινάου (Chișinău) της Μολδαβίας.
el.wikipedia.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου