«Όταν κάποιος δη τον Θεόν, η
πίστις και η ελπίς καταργούνται και μένει μόνον η αγάπη. Αυτό το λέγει ξεκάθαρα
ο απόστολος Παύλος. Η πίστις δηλαδή προς τον Θεόν μαζί με όλα τα συναφή νοήματά
της, καθώς και η ελπίδα προς τον Θεό μαζί με όλα τα συναφή νοήματά της καταργούνται,
όταν κανείς βλέπη τον Θεόν, που είναι η Αγάπη. Τα νοήματα αντικαθίστανται τότε
από την ίδια την θέα του αγαπωμένου. Τότε ο άνθρωπος δοξάζεται, δηλαδή βλέπει
τον Χριστό εν δόξη, και μετέχει στην δόξα του Χριστού. Υφίσταται μέθεξι Θεού.
Οι άνθρωποι συνήθως
αντιμετωπίζουν τους συνανθρώπους των με βάση τις ήδη διαμορφωμένες γι’ αυτούς αντιλήψεις.
Αντιθέτως, εκείνος που αντικρύζει τον Χριστόν κατά την…εμπειρία της θεώσεως,
δηλαδή εκείνος στον οποίον αποκαλύπτεται
ο Χριστός με την δεδοξασμένη Θεανθρώπινή Του φύσι, δεν μπορεί να κρατήση τότε
στον νου του κανένα ανθρώπινο νόημα ή προηγούμενη γνώμη, που ενδεχομένως είχε
σχηματίσει για τον Χριστό, διότι δεν υπάρχει τίποτε απολύτως στην υλική ή άϋλη
δημιουργία, τίποτε το κτιστό εκτός από το ανθρώπινο σώμα του Χριστού, που να
μοιάζη με την άκτιστη πραγματικότητα της δόξης του δεδοξασμένου Χριστού, τον
οποίο τώρα αντικρύζει.
Απλώς δέχεται τον Χριστό όπως
τον βλέπει. Ούτε να Τον περιγράψη μπορεί ούτε να μιλήση γι’ Αυτόν με
αντικειμενικότητα μπορεί. Διότι δεν υπάρχουν ανθρώπινες λέξεις, που να μπορούν
να περιγράψουν την άκτιστη πραγματικότητα του Χριστού, της θεϊκής φύσεως του
Χριστού. Και τούτο, επειδή δεν υπάρχει καμμία ομοιότης μεταξύ κτιστού και
ακτίστου.
Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε
το εξής: Η εμπειρία της θεώσεως στην Χριστιανική παράδοσι δεν έχει καμμία σχέσι
με κανενός είδους έκστασι. Δεν είναι έκστασις ούτε έχει να κάνη με το λογιστικό
του ανθρώπου μόνο, διότι κατά την εμπειρία της θεώσεως μετέχει όλος ο άνθρωπος
και το σώμα του δηλαδή, με όλες τις αισθήσεις του εν πλήρει λειτουργία. Ο άνθρωπος,
όταν βλέπη τον Χριστόν εν δόξη, βρίσκεται σε κατάστασι πλήρους εγρηγόρσεως. Οπότε
δεν βλέπει μόνο η διάνοια του ανθρώπου, αλλά βλέπει και το σώμα του ανθρώπου.
…Το άκτιστο Φως, όταν
οράται, είναι πολύ πιο φωτεινό σε έντασι από το φως του ηλίου και διαφορετικής
φύσεως από αυτό. Είναι το ίδιο το Φως της Μεταμορφώσεως. Αλλά το Φως αυτό δεν
είναι καν το φως, όπως το εννοούμε, όπως το γνωρίζομε εμείς το φως. Γιατί;
Διότι υπερβαίνει το φως!
Ο άνθρωπος που βρίσκεται
στην κατάστασι αυτή του δοξασμού, όταν παρέλθη η όρασις του Φωτός, συνεχίζει να
συναναστρέφεται κανονικά με τους άλλους ανθρωπους του περιβάλλοντός του, για
όσο διάστημα συνεχίζεται αυτή η θεωτική ενέργεια επάνω του. Αυτό το βλέπομε
μαθαρά στους βίους των Αγίων. Βλέπομε δηλαδή ότι, όταν βρίσκεται ο άνθρωπος σε
υπέρ φύσιν κατάστασι, συνεχίζει να συναναστρέφεται τους άλλους γύρω του με μόνη
τη διαφορά ότι δεν τρώγει, δεν πίνει, δεν κοιμάται, δεν πηγαίνει για φυσική του
ανάγκη κατά την διάρκεια της καταστάσεως αυτής, διότι βρίσκεται σε υπέρ φύσιν
κατάστασι και τον συντηρεί στην ζωή μόνη η Χάρις του Αγίου Πνεύματος.
Οπότε, αν αυτή η κατάστασις
διαρκέση π.χ. 40 ημέρες και 40 νύχτες, όπως συνέβη στον Μωϋσή στο όρος Σινά, αυτός
ο άνθρωπος για τόσες ημέρες και νύχτες δεν κοιμάται, δεν κουράζεται, δεν τρώει,
δεν πίνει κλπ. Είναι δηλαδή ελεύθερος από τα αδιάβλητα πάθη, τα φυσικά πάθη του
σώματος. Και τούτο συμβαίνει, διότι γίνεται τότε μία αναστολή της λειτουργίας του πεπτικού συστήματος καθώς και του ύπνου και ο άνθρωπος γίνεται επίγειος
άγγελος. Κατά τα άλλα όμως συμπεριφέρεται όπως οι άλλοι. Περπατάει, μιλάει,
συναναστρέφεται με τους άλλους, μπορεί να διδάσκη κλπ. Και ταυτόχρονα να
βρίσκεται και στην κατάστασι αυτή».
www.orthodoxia-ellhnismos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου