Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

« ΟΣΙΟΣ ΑΛΕΞΙΟΣ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ »

Ο βίος που μας άφησε ο πράγματι άνθρωπος του Θεού Αλέξιος είναι ένας από τους ωραιότερους και κατανυκτικώτερους του αγιολογίου μας. Ο πατρίκιος Ευφημιανός, ο πατέρας του, έτρωγε μια φορά την ημέρα, κάθε απόγευμα, συντρώγοντας με φτωχούς που μάζευε από τους δρόμους, κάνοντας το σπίτι του σπίτι τους και περιποιώντας τους ο ίδιος, για να έχει μεγαλύτερο μισθό. Τους δούλους του είχε καλύτερα από τον εαυτό του ντυμένους. Οι συγγενείς του τον κατέκριναν για την άμετρη φιλοπτωχία του. Μόνη η σύζυγός του Αγλαΐδα, η ομόγνωμη και φιλελεήμων, του συμπαραστεκόταν. Η λύπη τους ότι δεν είχαν απογόνους ήταν μεγάλη. Δεν άργησε όμως ο Κύριος να τους χαροποιήσει. Ο Αλέξιος, που τους δόθηκε από τον Θεό, Του αντιπροσφέρθηκε με την άσκηση που οι γονείς του ενέπνευσαν. Μέσα από λαμπρά φορέματα φορούσε άλλα τρίχινα, τις νύχτες αγρυπνούσε προσευχόμενος κι έμαθε να συχνάζει στις εκκλησίες. Με δυσκολίες δέχθηκε να παντρευτεί. Την πρώτη νύχτα του γάμου του έβγαλε το δαχτυλίδι του και τη ζώνη του και τα έδωσε προς φύλαξη στη γυναίκα του, λέγοντας : « Φύλαξέ τα με προσοχή, αγαπητή μου, κι ο Θεός να είναι ανάμεσά μας, μέχρι να οικονομήσει η χάρη Του για μας κάτι καλύτερο ». Βγάζοντας τα πολύτιμα ρούχα του φόρεσε παλιά κι έφυγε για τόπο μακρυνό.

Ζώντας τώρα μ’ ελεημοσύνες άλλων, αφού τον πλούτο που είχε πάρει μαζί του τον μοίρασε όλο, πέρασε δεκαεφτά χρόνια στον νάρθηκα μιας εκκλησίας με υπεράνθρωπη άσκηση. Αποτέλεσμα ν’ αφανιστεί η εξωτερική του ωραιότητα και να λαμπρύνει πιο πολύ η προηγούμενη της ψυχής του. Η λύπη των γονέων του ήταν απερίγραπτη για την εξαφάνισή του κι έστειλαν ανθρώπους παντού προς αναζήτησή του. Δόξασε τον Θεό από την καρδιά του, που αξιώθηκε να λάβει ελεημοσύνη από τους πριν δούλους του - η παραμόρφωσή του τον έκανε αγνώριστο. Είχε μαυρίσει και ξεραθεί το δέρμα του, τα μάτια του είχαν ρουφηχτεί και τα οστά του μετριόνταν ένα-ένα. Πολύ μεγάλωσαν τους θρήνους τους οι γονείς του μετά την απραξία των δούλων προς ανεύρεση του μονάκριβου υιού. Άφθονα δάκρυα έχυσε και η τόσο πρόωρη χήρα, η γυναίκα του.

Όταν κατάλαβε ο Αλέξιος πως οι άνθρωποι άρχιζαν να τον τιμούν αναχώρησε γι’ αλλού. Το πλοίο που πήρε τον έφερε κοντά στο πατρικό του. Έτσι, για να μη γίνεται βάρος σε άλλους, αποφάσισε να μείνει στην αυλή των δικών του – πάντα όμως ο γενναίος παραμένοντας αγνώριστος. Το κελλάκι που του δόθηκε έβλεπε στο παράθυρο της συζύγου του. Κι έμεινε μέχρι τέλους εκεί, αγέρωχος, νηστεύοντας, προσευχόμενος, υπομένοντας των δούλων και των δαιμόνων τους πειρασμούς κι ακούγοντας τα μοιρολόγια της συζύγου του. Έζησε έτσι άλλα δεκαεφτά χρόνια, σαν να μην είχε σάρκα, αισθήματα και καρδιά. Λίγο πριν κοιμηθεί τον αιώνιο ύπνο, έγραψε στο χαρτί : « Σας παρακαλώ, γονείς και σύζυγέ μου, μη βαστήξετε κακία πάνω μου, επειδή τόσο σας έθλιψα, γιατί μαζί σας λυπόμουν και για σας προσευχόμουν. Να σας αξιώσει ο Κύριος της Βασιλείας Του, ελπίζω στην αγάπη Του, γιατί κι εγώ για την αγάπη Του σας φάνηκα άσπλαγχνος και στον εαυτό μου σκληρότερος. Όσο σας λύπησα, τόσο πιο πολύ μισθό θα έχετε ». Το νεκρό σκελετωμένο του πρόσωπο έλαμψε τόσο πολύ, που δεν άντεχαν να το αντικρύζουν. Τότε πληροφορήθηκαν γονείς και σύζυγος, ότι τόσον καιρό φιλοξενούσαν στον κήπο τους τον Αλέξιο. Δεν ήξεραν αν πρέπει να κλαίνε ή να χαίρονται. Η μεταφορά του ιερού λειψάνου του προς ενταφιασμό στάθηκε αδύνατη. Τότε ίσως η σύζυγός του τον ασπάσθηκε για πρώτη και τελευταία φορά. Οι γονείς του αναγκάσθηκαν να ρίξουν πολλά χρυσά νομίσματα για ν’ ασχοληθεί με αυτά το πλήθος και να προχωρήσουν. Μα κανείς δεν έστρεψε σε αυτά, τόση ήταν η ευλάβεια που μήτε το μάτι τους δεν γύρισε να τα δουν. Το άγιο λείψανό του ανέβλυσε μύρα. Έμεινε μια εβδομάδα άταφο, για να το προσκυνήσει όλος ο λαός ( Ρώμη -΄Εδεσσα Συρίας, + 410 ).

Μοναχός Μωϋσής Αγιορείτης.

« Οι Έγγαμοι Άγιοι της Εκκλησίας », σελίδες 69 – 71.

1 σχόλιο: