Το
ελάχιστο ίχνος του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη είναι
ένα βιβλίο για ασήμαντους ανθρώπους που ζουν σημαντικά γεγονότα. Σημαντικά για
τις προσωπικές τους μικροϊστορίες. Δολοπλοκίες, απίθανες περιπέτειες, τραγικές
συμπτώσεις, ένοχα μυστικά και αποκαλύψεις, στοιβάζονται στις ζωές ανθρώπων που
δυσκολεύονται να αντεπεξέλθουν. Κι όμως, τα βγάζουν πέρα καταφέρνοντας να
αφήσουν αυτό το ελάχιστο ίχνος της παρουσίας τους στη μνήμη και την καρδιά των
άλλων.
Ο
Αυγουστίνος, νόθο παιδί, καρπός της ένωσης μιας παραμάνας και του πλούσιου
εφήβου γιου, τον οποίο αυτή μεγάλωσε, απάγεται υπό μυστήριες συνθήκες και «ανταλλάσσεται»
με το ασθενικό βρέφος ενός ζευγαριού από την επαρχία. Εκεί στην επαρχία η Φανή,
με την κλονισμένη υγεία, και ο Ανδρέας, με τον υπέρμετρο θρησκευτικό ζήλο, θα
μεγαλώσουν τον Αυγουστίνο σαν δικό τους παιδί, χωρίς να καταφέρουν ποτέ να τον
αγαπήσουν. Οι τύψεις και οι ενοχές της εγκατάλειψης του πραγματικού τους γιου
θα τους στοιχειώνουν μέχρι το τέλος. Με τα χρόνια, ο Αυγουστίνος θα σπουδάσει
ηθοποιός και θα προαχθεί σύντομα σε θιασάρχη, με τη βοήθεια του πραγματικού του
πατέρα, βάσει μιας οικονομικής συμφωνίας–ως αντάλλαγμα και εξιλέωση για όσα
συνέβησαν. Στην πορεία θα αναμετρηθεί με τον ταλαντούχο συμφοιτητή του Σέργιο
Λυκίδη, θα ερωτευτεί τη Βιολέτα και θα γνωρίσει τον «αδερφό» του, τον
πραγματικό γιο δηλαδή των ανθρώπων που τον μεγάλωσαν.
Επαρχιώτης
στην Αθήνα
Ο
πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο Αυγουστίνος Ψυχός, μεγαλωμένος σε ορεινό χωριό της
Ηπείρου χωρίς ιδιαίτερη αγάπη και φροντίδα, καταφτάνει στην Αθήνα και,
αποτυγχάνοντας να σπουδάσει, εργάζεται με τον πατέρα του στο μικρό τυπογραφείο
τους. Εγκλωβισμένος στις ημιυπόγειες εγκαταστάσεις και στις ακυρωμένες
καλλιτεχνικές του φιλοδοξίες, αποφασίζει στα τριάντα του, χωρίς τη συγκατάθεση
του θρησκόληπτου πατέρα του, να σπουδάσει ηθοποιός. Με τα χρόνια μπορεί μεν να
συνειδητοποίησε την παντελή απουσία ταλέντου του, ήταν όμως τόσο φιλόδοξος και
αποφασισμένος να μείνει στον καλλιτεχνικό χώρο ώστε αρχικά μεταπήδησε στη
σκηνοθεσία γινόμενος ταυτόχρονα και θιασάρχης. Η προσωπική του ιστορία, τόσο με
την ανεξήγητη έλξη που του ασκούσε η Βιολέτα, μια νεαρή κοπέλα με δύσμορφο
πρόσωπο που την εντόπισε να ζητιανεύει σ’ ένα λεωφορείο, όσο και με την
αναζήτηση της πραγματικής του μητέρας, απορροφούσαν χρόνο από τις θεατρικές του
αναζητήσεις. Όλα αυτά δεν τον εμπόδισαν να εξελιχθεί σ' ένα μεγαλομανή,
υπερφίαλο θεατρικό “παράγοντα”, το τέλος του οποίου έμελλε να είναι εξίσου
δραματικό με την υπόλοιπη ζωή του, αφήνοντας παρόλα αυτά ένα ελάχιστο ίχνος
στις ζωές ανθρώπων με τους οποίους συσχετίστηκε.
Στη
μετωπίδα του βιβλίου υπάρχει η φράση: «Όλα τα γεγονότα είναι φανταστικά. Το
ίδιο και οι ήρωες, εκτός από έναν». Αυτός ο ένας «συμπαθής αλλά επιφανειακός»
κλείνει το μάτι στον αναγνώστη σαν να του λέει: Παρακάτω η ιστορία γίνεται πιο σουρεαλιστική.
Συνέχισε...
Λόγος
ευέλικτος και λαμπερός
Ο
Χατζηγιαννίδης αντλεί το υλικό του από τις καθημερινές ιστορίες απλών ανθρώπων
της δεκαετίας του ’50, φιγούρες της επαρχίας και της αστικής Αθήνας και φτάνει
μέχρι την επιτήδευση και την ψευτοκουλτούρα των θεατρικών σχολών και των αποφοίτων
της στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Άνθρωποι κατά βάση λαϊκοί, με πάθη φτηνά
και πράξεις κινούμενες από δόλο παντρεύονται σ’ αυτή την ιστορία με την αγωνία
του ηθοποιού για την προσέγγιση του ρόλου, την αναζήτηση της (έσω) ομορφιάς,
της αναγνώρισης και της επαγγελματικής καταξίωσης. Με τα συνεχή φλας μπακ
πηγαινοερχόμαστε από το 1986 και την αρχή της ιστορίας, πίσω στη δεκαετία του
’40 και του ’50, και στο παρελθόν των ηρώων, για να φτάσουμε στη δεκαετία του
’90 και τη σύγκλιση των ζωών τους στο αφηγηματικό παρόν.
Όλα
αυτά τα υπηρετεί ένας λόγος εντυπωσιακά ευέλικτος, λαμπερός και ξεκάθαρος.
Αστείος αλλά και πολλές φορές τραγικός. Ο Χατζηγιαννίδης έδωσε φωνή στους ήρωές
του με απόλυτη ακρίβεια, εκμεταλλευόμενος μια μεγάλη εκφραστική βεντάλια. Η
γλωσσική του παλέτα εκτείνεται από την λαϊκή ντοπιολαλιά (καθόλου φολκλόρ,
καθόλου κουραστική) μέχρι τις λεπταίσθητες αποχρώσεις της θεατρικής έκφρασης.
Σκηνές ανθολογίας αποτελούν τόσο οι συναντήσεις του Ανδρέα Ψυχού με την Ζανού,
την πόρνη του χωριού όπου μένει μετά το θάνατο της γυναίκας του, όσο και η
τελική σκηνή στο νεκροταφείο, όπου συγκεντρώνονται όλοι οι ήρωες του βιβλίου.
Χαρακτήρες εμποτισμένοι με πικρό χιούμορ, γκροτέσκ καταστάσεις, υπερβολικές
συμπτώσεις, είναι ορισμένα από τα δομικά στοιχεία των σκηνών αυτών.
Ο
Χατζηγιαννίδης, με μαεστρία που δεν κραυγάζει, αφηγήθηκε μια ιστορία, με το
υλικό της οποίας δύσκολα θα επέλεγε να καταπιαστεί ένας σοβαροφανής συγγραφέας.
Το αποτέλεσμα είναι ένα απολαυστικό, λαϊκό μυθιστόρημα, που διαβάζεται
απνευστί.
Κώστας Αγοραστός
www.bookpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου