Ο Παύλος
Νιρβάνας θυμάται τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη την περίοδο 1899-1902 που δούλεψε
μαζί του στο Άστυ. Γράφει ο Νιρβάνας: «Μου μένει εντυπωμένη η πρώτη
φορά, που είχε έρθει ν’ αναλάβει υπηρεσία στο γραφείο. Ο κ. Κακλαμάνος, αφού
του μίλησε για τη δουλειά που είχε να κάνει, έφτασε με κάποια επιφύλαξη και στο
ζήτημα του μισθού. “Ο μισθός σας θα είναι εκατόν πενήντα δραχμές…” του είπε. Ο
Παπαδιαμάντης κοντοστάθηκε, σα να έκανε κάποιους υπολογισμούς με τον νου του.
“Μήπως είναι λίγα;” του είπε δειλά ο Κακλαμάνος, έτοιμος ν’ αυξήσει το ποσό που
είχε προτείνει. Τότε άκουσα απ’ τα χείλη του Παπαδιαμάντη τη μοναδικότερη
απάντηση που θα μπορούσε να δώσει άνθρωπος σε τέτοια στιγμή. “Πολλές είναι 150…
Με φτάνουν 100”. Και έφυγε βιαστικός και ντροπαλός χωρίς να προσθέσει λέξη».
Αυτός ήταν ο
κυρ Αλέξανδρος, ταπεινός, ντροπαλός, ο ταπεινός των ταπεινών και όχι μόνον ως
ενήλικας. Από παιδί ακόμα, στη Σκιάθο, εκλιπαρούσε τους συνομήλικούς του να
παίξει μαζί τους, να τον καταδεχτούν στα παιχνίδια τους και στις σκανταλιές που
σκαρώνανε. Εκείνοι όμως τον περιγελούσαν «παπαδοπαίδι που τρώει λειτουργιές,
ενώ εκείνοι είχαν άδειες τις κοιλιές τους». Ταπεινωνόταν στα άξεστα
χωριατόπαιδα για λίγο παιχνίδι κι εκείνα άκαρδα και σκληρά τον κατηγορούσαν ότι
κρατούσε από τους Μωραϊτέους, που παριστάνουν τον άρχοντα. Αυτά τα λόγια ο
Αλέξανδρος δεν τα ξέχασε ποτέ. Η στάση εκείνων των παιδιών απέναντί του ίσως
καθόρισε τη μετέπειτα ζωή του, ζωή κοσμοκαλόγερου, απόμακρη από τους ανθρώπους,
από κοινωνικές συναναστροφές, ακόμη και από τους φιλολογικούς κύκλους, στους
κόλπους των οποίων ανήκε και όμως σε καμιά σύναξή τους δεν εμφανιζόταν.
Η φτώχεια
είναι ένας ακόμα λόγος που τον απομονώνει, αφού στερείται ακόμη και τα
απαραίτητα. Με το σκληρό πρόσωπο της φτώχειας ήρθε αντιμέτωπος από τα πρώιμα εφηβικά
του χρόνια, από τότε που ονειρευόταν να πάει στο γυμνάσιο, αλλά η ανέχεια του
έφραξε τον δρόμο. Δυστυχώς όλες τις οικονομίες του ο παπα-Αδαμάντιος τις ξόδεψε
για τον γάμο της κόρης του Ουρανίας. Χρήματα δεν υπήρχαν ούτε για το Γυμνάσιο
της Χαλκίδας.
Η ματαίωση
τον χτύπησε ίδιο μαστίγιο στην ευαίσθητη καρδιά του, του έκοψε τα φτερά,
τσάκισε την ψυχή του. Νιώθει τον εαυτό του άχρηστο, ένα άδειο κορμί που
περιφέρεται στις ερημιές του νησιού του χωρίς σκοπό, χωρίς προοπτική, δίχως να
μπορεί να πάρει μόνος του απόφαση για το μέλλον του. Για κείνον αποφασίζει ο
πατέρας του και ο Αλέξανδρος δεν μπορεί να τον αγνοήσει. Δεμένος στο πατρικό
άρμα, φοβάται να κάνει κάτι ενάντια στη θέληση του παπά πατέρα του.
Απελπισμένος, περιορισμένος στο νησί ζηλεύει τα ξαδέλφια του, τους Μωραϊτέους.
Αυτοί θα πάνε να σπουδάσουν, και μάλιστα στην Αθήνα. «Τα ξαδέλφια του φεύγουν
χαρούμενα, οι γονείς τους ετοίμασαν όνειρα κι αυτοί πάνε να τα συναντήσουν». Σ’
αυτή τη σκέψη η πίκρα του Αλέξανδρου γίνεται αβάσταχτη. Εκείνος δεν γυρεύει
όνειρα δανεικά, δεν γυρεύει όνειρα που θα του τα ετοιμάσουν άλλοι. Ο ίδιος έχει
πολλές φορές ταξιδέψει στα όνειρά του, όχι ανόητα κι άπιαστα σχέδια, μα σοβαρές
καταγραφές του μυαλού του, πολύ πριν ακόμα τελειώσει το Ελληνικό (Σχολείο). Με
τα μάτια της ψυχής του έβλεπε τα όνειρά του να φτερουγίζουν πέρα από το
αγαπημένο του νησί και ποθούσε μόνος του να τα ζωντανέψει με τη φλόγα της ψυχής
του. «Πρέπει να μείνει εδώ κι ας είναι πιο ικανός (απ’ τα ξαδέλφια του), κι ας
άρχισε να σκέφτεται από τότε που εκείνοι μήτε να φανταστούν δεν μπορούσαν…» Όλα
αυτά φωλιάζουν στον νου και στην ψυχή του, όχι από εγωισμό και έπαρση για την
αξία του, ποτέ του δεν υπήρξε επηρμένος, ξεχειλίζει όμως η πίκρα της ματαίωσης
και ο πόνος του γίνεται απελπισία. Πιστεύει πως είναι σκέτος παραλογισμός, να
παραμερίσει όλον αυτόν τον εσωτερικό του πλούτο, ποιος ξέρει για πόσο, εξαιτίας
της φτώχειας, που απαιτεί μάλιστα και αξιοπρέπεια.
Ζηλεύει
ακόμα και τον ξάδελφό του τον Σωτήρο, είναι λίγο μεγαλύτερός του, που
αποφασίζει μόνος του για τη ζωή του, για το μέλλον του. Ο Σωτήρος θα πάει στο
Σουέζ να δουλέψει για να οικονομήσει χρήματα για τις σπουδές του. Πόσο θα ’θελε
να πάει κι εκείνος μαζί του! Όμως δεν μπορεί, πώς να πάει ενάντια στη βούληση
του πατέρα του; Έχει μάθει να τον υπακούει και να τον εμπιστεύεται, γιατί δεν
περνούσε ούτε σαν κακό όνειρο απ’ το μυαλό του ότι ο πατέρας του δεν θα έκανε
τα πάντα, ώστε να οικονομήσει τα απαραίτητα για να τον στείλει στο γυμνάσιο. Κι
όταν γκρεμίζεται κι αυτή η στέρεα κολόνα, συντρίμμια μπρος στα έκπληκτα μάτια
του, δεν έχει πια πού ν’ ακουμπήσει. Ένας σεισμός συγκλονίζει το είναι του, που
σωριάζει σε ερείπια την πίστη στον εαυτό του και την εμπιστοσύνη στους
ανθρώπους.
Εκείνα τα
χρόνια της απραξίας και της παραμονής του στο νησί θα σημαδέψουν με το γκρίζο
μουντό χρώμα τους ολόκληρη τη ζωή του. Η φτώχεια, που από πολύ νωρίς την ένιωσε
στο πετσί του, θα γίνει η κακιά μητριά που θα τον μεγαλώνει με σκληρές
στερήσεις και θα τον δοκιμάζει σε κάθε του βήμα. Ταπεινός ων δέχεται τη μοίρα
του και τη μίζερη ζωή του μαζί με την τριμμένη περιβολή του. Ποτέ δεν φόρεσε
καινούριο ρούχο, θεωρούσε πως δεν ταίριαζε στο κορμί του μα κυρίως στον
χαρακτήρα του όπως τον είχε πλάσει η αναγκεμένη ζωή του. Το ρούχο το άφηνε να
παλιώσει πρώτα και έπειτα το φορούσε. Η φτώχεια του τον εξοργίζει και δεν είναι
λίγες οι φορές που τον πιάνει το παράπονο για την άτυχη ζωή του. Σε μια τέτοια
στιγμή, σ’ ένα γράμμα στον πατέρα του, απευθύνει στη μητέρα του το παρακάτω
ποίημα. Προηγούνται δύο τετράστιχα που δείχνουν την αγάπη προς τη μητέρα του
και την ανάγκη του να φωλιάσει στην αγκαλιά της σαν μικρό, φοβισμένο παιδάκι.
Μανούλα μου
ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω
του ριζικού μου από μακριά τη θύρα ν’ αγναντέψω.
Στο θλιβερό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω
κ’ εκεί να ’βρω τη μοίρα μου και να την ερωτήσω.
του ριζικού μου από μακριά τη θύρα ν’ αγναντέψω.
Στο θλιβερό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω
κ’ εκεί να ’βρω τη μοίρα μου και να την ερωτήσω.
Να της ειπώ:
είναι πολλά, σκληρά τα βάσανά μου,
ωσάν το δίχτυ που σφαλνά θάλασσα, φύκια κι άμμο,
είναι κι η τύχη μου σκληρή, σαν την ψυχή τη μαύρη
π’ αρνήσθηκε την Παναγιά κι’ οπόλεος δεν θα ’βρει.
ωσάν το δίχτυ που σφαλνά θάλασσα, φύκια κι άμμο,
είναι κι η τύχη μου σκληρή, σαν την ψυχή τη μαύρη
π’ αρνήσθηκε την Παναγιά κι’ οπόλεος δεν θα ’βρει.
Κι εκείνη μ’
αποκρίθηκε κι εκείνη απελογήθη:
«ήτον ανήλιαστη, άτυχε, η μέρα που γεννήθης
άλλοι επήραν τον ανθό και συ τη ρίζα πήρες
όντας σε έπλασ’ ο θεός δεν είχεν άλλαις μοίραις».
«ήτον ανήλιαστη, άτυχε, η μέρα που γεννήθης
άλλοι επήραν τον ανθό και συ τη ρίζα πήρες
όντας σε έπλασ’ ο θεός δεν είχεν άλλαις μοίραις».
Προσκεκλημένη
από έναν σύλλογο Σκιαθιτών παραβρέθηκα σε μνημόσυνο για τον Παπαδιαμάντη, που
τελέσθηκε στον ναό των Αγίων Αναργύρων στου Ψειρή. Μετά το μνημόσυνο μία κυρία
του συλλόγου με οδήγησε σ’ ένα καμαράκι στην άκρη του προαύλιου χώρου, μια
κουζινούλα, δηλαδή, και μου είπε: «Εδώ έμεινε για αρκετόν καιρό ο κυρ
Αλέξανδρος, δεν είχε χρήματα να πληρώνει το ενοίκιό του». Την εποχή εκείνη είχε
έρθει από τη Σκιάθο ο μοναχός Νήφων, με προορισμό το Άγιο Όρος, όπου θα μόναζε.
Ο Αλέξανδρος γνωριζόταν με τον Νήφωνα από τα εφηβικά του χρόνια, τα δύσκολα
χρόνια της ματαίωσης. Ο Νήφων όμως ανέβαλλε διαρκώς την αναχώρησή του, γνωρίστηκε
με τους επιτρόπους και τους ιερείς του ναού και του παραχώρησαν το καμαράκι να
μένει. Το καμαράκι είχε ένα πατάρι, αρκετά μεγάλο, κι εκεί κοιμόταν ο μοναχός,
πάνω σ’ ένα αχυρένιο στρώμα, αργότερα φιλοξένησε και τον Αλέξανδρο. Ανέβηκα δυο
τρία σκαλιά της κάθετης ξυλόσκαλας, η συγκίνησή μου ήταν βαθύτατη, όταν
αντίκρισα κάτω στα σανίδια το στρώμα που κοιμόταν ο Παπαδιαμάντης.
Κοντά στους
Αγίους Αναργύρους ήταν η ταβέρνα του Καχριμάνη, εκεί πήγαινε ο Παπαδιαμάντης με
τον Νήφωνα και έτρωγαν. Κάθονταν αρκετές ώρες κουτσοπίνοντας και συζητώντας. Με
τον Νήφωνα δοκίμασε πρώτη φορά το κρασί, δεν του άρεσε καθόλου, αλλά ο Νήφων
τον μύησε στα μυστικά του και τα ’πιναν οι δυο τους στο ταβερνομπακάλικο του
Καχριμάνη καθημερινά σχεδόν.
Για τη ζωή
του και την περιβολή του έχουν ακουστεί πολλά ευτράπελα, όπως το παρακάτω. Ο
Ανδρέας Συγγρός παρέα με τον Σίμωνα Αποστολίδη διάβαιναν τη λεωφόρο Αμαλίας,
όταν λίγο πιο πέρα είδαν τον Παπαδιαμάντη «εν τη συνήθει πενιχροτάτη και
κατατρύπτω ενδυμασία του αλλά μετά ράβδου. Τότε ο Συγγρός είπεν εν εξάψει προς
τον συνοδόν του: “Μωρέ, τζάνουμ, εδώ στην Ελλάδα και οι διακονιαρέοι δεν
εννοούν να τους λείψει το μπαστούνι;”» Κατάπληκτος ο Αποστολίδης έσπευσε να τον
πληροφορήσει ότι αυτός, που τον πέρασε για διακονιάρη, ήταν ο μεγαλύτερος διηγηματογράφος
της Ελλάδας.
diastixo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου