«Άρα ουν ουκέτι εστέ
ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού» (ΕΦΕΣ. 2,
19). Μετά την παρακοή των Πρωτοπλάστων, του Αδάμ και της Εύας, αγαπητοί μου
φίλοι, και την εκδίωξή τους από τον Παράδεισο, το πρώτο εκείνο ζευγάρι και στη
συνέχεια ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, όλοι δηλαδή εμείς οι απόγονοί τους,
βρεθήκαμε μακριά από την αρχική μας πατρίδα και ζούμε εδώ στην ταλαίπωρη αυτή
γη. Και την αποκαλούμε ταλαίπωρη τη γη αυτή, διότι καθημερινά ποτίζεται με τον
ιδρώτα, με το δάκρυ, αλλά και με το αίμα των παιδιών του Αδάμ και της Εύας.
Έρχονται βέβαια στιγμές που τα ξεχνάμε όλα αυτά, και τότε θεωρούμε τη γη αυτή
ωραία και τη ζωή μας πάνω σε αυτήν ευτυχισμένη. Αλλά όταν θυμηθούμε, πως
βρεθήκαμε στον κόσμο αυτό και πως κυλά εδώ η ζωή μας, τότε νοσταλγούμε την
ουράνια πατρίδα και νιώθουμε τη γη αυτή σαν ξενιτειά.
Μεγάλα πνεύματα της ανθρωπότητας
φιλοσόφησαν πάνω στην ταλαιπωρία αυτού το κόσμου και μίλησαν με νοσταλγία για
την αληθινή μας πατρίδα, τον Παράδεισο, την πατρίδα που είχαμε κάποτε και τη
χάσαμε. Δεν είμαστε απλώς ξενιτεμένοι, αλλά εξόριστοι. Στην ξενιτειά πηγαίνει
κάποιος με τη θέλησή του, αν και είναι βέβαια δύσκολη. Στην εξορία όμως
πηγαίνουν κάποιον με τη βία, χωρίς να τον ρωτήσουν και χωρίς καμία ελπίδα για
κάτι καλύτερο. Κατά παρόμοιο τρόπο βρέθηκαν ο Αδάμ και η Εύα, και ολόκληρο το
ανθρώπινο γένος, εδώ στη γη μετά την παρακοή και το προπατορικό αμάρτημα. Όχι
απλώς ξενιτεμένοι, αλλά εξόριστοι. Διωγμένοι από τον Παράδεισο και κυνηγημένοι
από την «φλογίνην ρομφαίαν των Χερουβείμ» (ΓΕΝ. 3, 24). Πλέον οι άνθρωποι ήσαν
ντροπιασμένοι και εξαθλιωμένοι. Αποξενωμένοι από τον Θεό, απομονωμένοι από τους
Αγγέλους και τους Αγίους.
Αλλά αυτή η κατάσταση δεν κράτησε για
πάντα. Όπως για τον εξόριστο η πιο χαρμόσυνη είδηση είναι να του αναγγείλουν,
ότι η ποινή του τελείωσε και ήλθε η ώρα να γυρίσει στον τόπο του, έτσι και ο
Πανάγαθος Θεός δεν άφησε τους Πρωτοπλάστους και τους απογόνους του αιωνίως στην
εξορία και στην αποξένωση. Έστειλε τον Υιό Του τον μονογενή, τον Κύριό μας
Ιησού Χριστό, και έφερε σε όλους τους ανθρώπους το χαρμόσυνο μήνυμα της
συγχώρησης, της συμφιλίωσης και του επαναπατρισμού. Τώρα πλέον ο δρόμος έχει
ανοίξει. Μπορούν να ξαναγυρίσουν στον Παράδεισο όλοι οι εξόριστοι. Ο Χριστός,
λέει σήμερα ο Απόστολος Παύλος, έφερε μήνυμα ειρήνης και στους «μακράν» και
στους «εγγύς» (ΕΦΕΣ. 2, 17). Οι «μακράν» είναι τα ειδωλολατρικά έθνη. «Εγγύς»
είναι οι Ιουδαίοι, που γνώριζαν μεν τον αληθινό Θεό από την Παλαιά Διαθήκη,
αλλά αμάρτησαν και αυτοί πάρα πολύ, αφού έφθασαν στο σημείο να σταυρώσουν τον
Ίδιο τον Χριστό.
Με την Εναθρώπηση του Χριστού και με όλο
το απολυτρωτικό Του έργο δόθηκαν στον κόσμο δύο μεγάλες ευλογίες. Η πρώτη
ευλογία είναι, ότι ο Χριστός ένωσε τους δύο αντιμαχόμενους κόσμους, τον κόσμο
των Ιουδαίων και τον κόσμο των ειδωλολατρών, σε ένα σώμα, το σώμα της Εκκλησίας
Του. Η δεύτερη ευλογία είναι ακόμη πιο μεγάλη από την πρώτη. Ποια είναι αυτή;
Ότι ο Χριστός, αφού ειρήνευσε μεταξύ τους τους δύο αντιμαχόμενους κόσμους, αφού
τους ένωσε σε ένα σώμα, ταυτοχρόνως συμφιλίωσε και τους δύο με τον Ουράνιο
Πατέρα. Έτσι κατόρθωσε να επαναφέρει όλους τους ανθρώπους στον Θεό. Στο εξής οι
άνθρωποι δεν αισθάνονται ξένοι προς τον κόσμο του Θεού. Μέσα στην Εκκλησία, τον
θείο αυτό και ανθρώπινο οργανισμό, ήδη από τώρα συναναστρέφονται και ζουν μαζί
με τους Αγίους. Νιώθουν εξοικειωμένοι με τον Θεό.
Με το Μυστήριο του Βαπτίσματος στο όνομα
της Αγίας Τριάδος, εμείς οι ξένοι και εξόριστοι, γίναμε οικείοι του Θεού. Η ζωή
σε αυτή τη γη απέβαλε την πικρία της εξορίας. Απέκτησε την οικειότητα με τον
Θεό. Και την αδελφική συναναστροφή με τους Αγίους, που είναι τα προσφιλή παιδιά
του Θεού. Υπάρχει μεγαλύτερη τιμή και μεγαλύτερη χαρά από το να πλησιάσουμε
στον Θεό, να γίνουμε φίλοι και «οικείοι του Θεού» (ΕΦΕΣ. 2, 19); Οι άνθρωποι
θεωρούν μεγάλο πράγμα τη φιλία και τις στενές σχέσεις με κάποιον από τους
ισχυρούς της γης. Αλλά ο Θεός είναι ο Βασιλεύς των βασιλευόντων και ο Κύριος
των κυριευόντων. Η φιλία και η οικειότητα με τον Θεό είναι η μόνη που αξίζει.
Μπροστά σε αυτήν την οικειότητα οποιαδήποτε άλλη οικειότητα είναι ένα τίποτα. Η
οικειότητα δεν καταργεί τον θείο φόβο και τον σεβασμό. Η οικειότητα δίνεται από
τον Θεό σε αυτούς, που προηγουμένως είχαν δείξει φόβο Θεού.
Αγαπητοί μου φίλοι, αν έχουμε τον φόβο του
Θεού και τηρούμε τις εντολές Του, τότε θα αισθανθούμε κι εμείς την οικειότητα
του Θεού. Την οικειότητα με την καλή έννοια. Οικειότητα με την καλή έννοια θα
πει, να πλησιάζουμε στο θρόνο του Θεού όχι με το θράσος και την ιταμότητα ενός
ξένου και αγροίκου, αλλά με το θάρρος και το σεβασμό του γνώριμου και οικείου.
Να πλησιάζουμε το θρόνο του Θεού, όπως πλησιάζει το παιδί τον πατέρα, τον οποίο
σέβεται και αγαπά. Ως υπάκουα λοιπόν παιδιά του Κυρίου ας προσευχόμαστε με
πίστη σε Αυτόν. Με εμπιστοσύνη ας Του αναθέτουμε όλες μας τις ελπίδες. Αυτή
είναι η καλή οικειότητα. Και έτσι θα έχουμε ελπίδα, στην άλλη ζωή να
απολαύσουμε ακόμη μεγαλύτερης οικειότητας. Τότε όχι απλώς θα βλέπουμε τον Θεό
και θα Του μιλάμε, αλλά και θα ενωθούμε μαζί Του αιωνίως. Αξίζει πολύ να
αγωνισθούμε για την αιώνια ζωή.
Με
αγάπη Χριστού,
π.
Βασίλειος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου