Μια φορά κι
έναν καιρό, ζούσε μια κακιά γυναίκα, σωστή μέγαιρα. Πέθανε κι ούτε ένα καλό δεν
είχε κάνει στη ζωή της. Την άρπαξαν το λοιπόν οι διαβόλοι και την πετάξανε στη
φλογισμένη λίμνη. Τότε ο φύλακας-άγγελός της κάθισε και σκέφτηκε: «Πρέπει να
θυμηθώ καμιά καλοσύνη της για να πάω να την πω στο Θεό». Θυμήθηκε, και μία και
δύο πάει και λέει στο Θεό: «Αυτή, του λέει, έβγαλε ένα κρεμμυδάκι φρέσκο απ’ το
περιβόλι της και το ’δωσε σε μία ζητιάνα». Κι ο Θεός απαντάει: «Πάρε λοιπόν το
ίδιο εκείνο το κρεμμυδάκι, και πήγαινε πάνω απ’ τη λίμνη. Βάστα το κρεμμυδάκι
απ’ τη μία άκρη και ας πιαστεί αυτή απ’ την άλλη. Τότε τράβα την. Αν τα
καταφέρεις να την τραβήξεις απ’ τη λίμνη, τότε ας πάει στον Παράδεισο. Όμως αν
σπάσει το κρεμμυδάκι, θα πει πως καλά είναι εκεί που είναι». Έτρεξε ο άγγελος
στη γυναίκα και της λέει: «Πιάσου γερά απ’ το κρεμμυδάκι και γω θα σε τραβήξω».
Κι άρχισε να την τραβάει προσεχτικά. Την είχε βγάλει ολάκερη σχεδόν απ’ τη
λίμνη, μα μόλις είδαν οι άλλοι αμαρτωλοί πως την τραβάνε έξω, γαντζώθηκαν όλοι
πάνω της για να βγουν κι αυτοί μαζί της. Μα η γυναίκα ήταν κακιά, σωστή
μέγαιρα, κι άρχισε να τους κλωτσάει: «Εμένα θέλουν να βγάλουν κι όχι εσάς. Δικό
μου είναι το κρεμμυδάκι κι όχι δικό σας». Μόλις το ’πε αυτό, το κρεμμυδάκι
έσπασε. Κι αυτή ξανάπεσε στη λίμνη και καίγεται εκεί πέρα ως τα σήμερα. Ο
άγγελος έβαλε τα κλάματα κι έφυγε.
Περιοδικό «Φίλοι Φυλακισμένων», Τεύχος
19, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου