Το σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα, αγαπητοί
μου φίλοι, μας μεταφέρει έξω από την πόλη της Ιεριχούς, όπου εκεί ένας
αξιολύπητος τυφλός περίμενε πολλές ώρες και ζητιάνευε. Κάθε φορά που άκουγε
βήματα ανθρώπων κοντά του, άνοιγε το στόμα του και ζητούσε ελεημοσύνη, λίγα
χρήματα ή τρόφιμα, για να μην πεθάνει από την πείνα. Μία ημέρα όμως, καθώς
άκουσε θόρυβο μεγάλου πλήθους ανθρώπων που περνούσαν από εκεί, με απορία μεγάλη
ρωτά τους γύρω του τι συμβαίνει. Και μόλις έμαθε ότι περνά ο Ιησούς ο Ναζωραίος
με τη συνοδεία Του, ο τυφλός άρχισε να φωνάζει δυνατά: «Ιησού, Υιέ του Δαβίδ,
σπλαχνίσου με!» (ΛΟΥΚΑ 18, 38). Κι ενώ πολλοί τον επέπλητταν και τον ανάγκαζαν
να σιωπήσει, νομίζοντας ότι με τις φωνές του ενοχλούσε τον Διδάσκαλο, αυτός
πολύ περισσότερο κραύγαζε: «Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» (ΛΟΥΚΑ 18, 39).
Γιατί όμως ο τυφλός φώναζε τόσο πολύ;
Μήπως επειδή ήταν μακριά ο Κύριος και ήθελε να ακουσθεί η φωνή του; Ίσως και
γι’ αυτό. Όλες όμως αυτές οι κραυγές του απεκάλυπταν ότι ο τυφλός εκείνη την
ώρα αισθανόταν κάτι διαφορετικό, ο τυφλός έβλεπε. Εκείνη την ώρα άνοιξαν τα
μάτια της ψυχής του για να δει ποιος ήταν ο Ιησούς και τι μπορούσε να περιμένει
από Αυτόν. Γι’ αυτό και δεν κραύγαζε για να λάβει χρήματα, αλλά για να λάβει
έλεος. Ίσως βέβαια να είχε ακούσει για τις αμέτρητες θεραπείες που έκανε ο
Κύριος, καθώς και για την ανάσταση του Λαζάρου, που είχε συντελεσθεί λίγο
μακριά από την Ιεριχώ. Επιπλέον όμως, αν και ήταν τυφλός, είχε θρησκευτικές
γνώσεις. Ήξερε από τις Προφητείες ότι ο Μεσσίας θα προερχόταν από τη γενιά του
Δαβίδ. Γι’ αυτό και ονομάζει με επιμονή τον Κύριο Υιό του Δαβίδ, διότι με τα
μάτια της ψυχής του αναγνωρίζει ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας, ο βασιλιάς του
Ισραήλ, που περίμεναν γενεές γενεών.
Αλλά και η κραυγή που έβγαζε διαρκώς,
«ελέησόν με» (ΛΟΥΚΑ 18, 38), αποκαλύπτει πως ο τυφλός πίστευε ότι ο Χριστός δεν
ήταν ένας απλός άνθρωπος, αλλά είχε θεϊκά γνωρίσματα. Γι’ αυτό, ενώ τα πλήθη
του έλεγαν να σωπάσει για να μην ενοχλεί τον Διδάσκαλο αυτός όλο και
περισσότερο κραύγαζε με φωνή πολύ δυνατή και πίστη αταλάντευτη. Μία τέτοια
πίστη μας διδάσκει ο τυφλός της Ιεριχούς να έχουμε κι εμείς. Να βλέπουμε τα
αόρατα, τα πνευματικά, τα θεία, τα απρόσιτα με τα μάτια της ψυχής μας. Ακόμη κι
όταν όλα γύρω μας μάς φαίνονται σκοτεινά και χωρίς ελπίδα, εμείς να πιστεύουμε
στην θεία παντοδυναμία του Κυρίου μας. Και να κραυγάζουμε με πίστη μέσα από τα
βάθη της ψυχής μας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Μην χάνουμε την ελπίδα
μας στον Χριστό. Όσα και προβλήματα να έχουμε εμείς να καταφεύγουμε στον Κύριό
μας και να Του ζητάμε τη βοήθειά Του.
Ο Ιησούς μετά από τις επίμονες κραυγές
πίστης του τυφλού, διέκοψε την πορεία Του και διέταξε να τον φέρουν κοντά Του.
Κι όταν εκείνος πλησίασε, τον ρώτησε: «Τι θέλεις να σου κάνω;» (ΛΟΥΚΑ 18, 41).
Και ο τυφλός απάντησε με λαχτάρα: «Κύριε, θέλω να αποκτήσω το φως μου» (ΛΟΥΚΑ
18, 41). Εδώ όμως προκύπτει ένα εύλογο ερώτημα: Γιατί ο Κύριος ρώτησε τον τυφλό
τι θέλει; Αγνοούσε ο Κύριος τον πόθο του τυφλού; Ποιος τυφλός δεν θέλει το φως
του; Ασφαλώς ο Κύριος γνώριζε τα πάντα. έκανε όμως αυτή την ερώτηση όχι διότι
δεν γνώριζε ο Ίδιος, αλλά διότι δεν το καταλάβαιναν τα πλήθη. Ήταν λογικό να
νομίζουν όλοι οι παρόντες ότι ο τυφλός ζητούσε χρήματα, ενώ εκείνος ζητούσε το
φως του. Ήθελε λοιπόν ο Κύριος να κάνει γνωστό σε όλα τα παρευρισκόμενα πλήθη
ότι ο ζητιάνος της πόλης αυτής δεν ζητούσε χρήματα ή τροφή, αλλά ζητούσε κάτι
το υπερφυσικό και ακατόρθωτο στις ανθρώπινες δυνάμεις.
Υπάρχει όμως κι ένας άλλος λόγος της
ερώτησης του Κυρίου. Ο Κύριος γνώριζε τον πόθο του τυφλού, ήθελε όμως να τον
ακούσει κι από τον ίδιο. Για να διδάξει σε όλους εμάς ότι αν και γνωρίζει ο
Θεός όλες τις ανάγκες μας, θέλει να τις ακούει και από το δικό μας στόμα κατά
τις ώρες των προσευχών μας. Διότι εκθέτοντας τις ανάγκες μας στον Κύριο,
ταπεινωνόμαστε ενώπιόν Του, μαθαίνουμε στην υπομονή και στην επιμονή,
ζυμωνόμαστε με τα δάκρυα και τον πόνο. Και είναι ανάγκη να περάσουμε από όλα
αυτά τα στάδια, διότι αλλιώς είμαστε ανάξιοι να λάβουμε το θείο έλεος. Η σχέση
μας με τον Χριστό πρέπει να είναι σχέση αγάπης. Ο Χριστός εκ των πραγμάτων μας
αγαπά. Οφείλουμε κι εμείς να ανταποκριθούμε στην αγάπη Του αυτή. Και επειδή ο
Κύριος είναι ταπεινός, πρέπει κι εμείς να γίνουμε ταπεινοί και να Τον
πλησιάσουμε για να αναπτυχθεί αυτή η σχέση.
Αγαπητοί μου φίλοι, στις προσευχές μας
λοιπόν ας εκφράζουμε στον Κύριο όλους τους πόθους της καρδιάς μας, τα βάσανα
και τις πίκρες μας, τα προβλήματα και τα όνειρά μας, κι Εκείνος θα απαντά στα
αιτήματα των καρδιών μας. Όπως έδωσε στο σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα το φως
στον τυφλό της Ιεριχούς, θα χορηγεί και σε εμάς κατά το πλούσιο έλεός Του ό,τι
έχουμε ανάγκη και θα μας ωφελήσει. Αρκεί να μάθουμε να ζητάμε, να κραυγάζουμε,
να επιμένουμε και να περιμένουμε με πίστη στη δύναμή Του και στην αγαθωσύνη
Του. Προπάντων αυτό. Να μάθουμε να περιμένουμε και να έχουμε υπομονή. Και αν
πάλι κάτι δεν το λάβουμε να ευχαριστούμε τον Κύριο γιατί και αυτό θα έχει γίνει
για το δικό μας καλό, για την ωφέλεια της
ψυχής μας. Ας μάθουμε λοιπόν να τα αφήνουμε όλα στην πρόνοια του Θεού. Να
ζητάμε ότι θέλουμε από τον Ουράνιο Πατέρα μας και να περιμένουμε την απάντησή
Του είτε θετική είτε αρνητική, δοξολογώντας το άγιο Όνομά Του.
Με αγάπη
Χριστού,
π.
Βασίλειος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου