«Άρα ουν ουκέτι εστέ ξένοι και πάροικοι,
αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού» (ΕΦ. 2,19). Δηλαδή, «δεν είσθε,
λοιπόν, πια ξένοι και χωρίς δικαιώματα, αλλά ανήκετε στο λαό του Θεού, στην
οικογένεια του Θεού» (ΕΦ. 2, 19). Για ξενιτεμένους μιλάει, στο σημερινό
Αποστολικό ανάγνωσμα, ο Απόστολος Παύλος, αγαπητοί μου φίλοι. Μετά την παρακοή
των Πρωτοπλάστων και την εκδίωξή τους από τον Παράδεισο, το πρώτο εκείνο
ζευγάρι αλλά και ολόκληρο το ανθρώπινο γένος μέχρι σήμερα, βρεθήκαμε μακριά από
την αρχική μας πατρίδα και ζούμε στην ταλαίπωρη αυτή γη. Η γη καθημερινά
ποτίζεται με τον ιδρώτα, με το δάκρυ και με το αίμα των απογόνων του Αδάμ και
της Εύας. Έρχονται βέβαια στιγμές που τα λησμονάμε αυτά, και τότε θεωρούμε τη
γη αυτή πολύ ωραία και τη ζωή μας πάνω
σε αυτή ευτυχισμένη. Μάλιστα δεν θέλουμε να φύγουμε ποτέ από αυτή την
κατάσταση.
Αλλά όταν θυμηθούμε, πως βρεθήκαμε στον
κόσμο αυτό και πως κυλά εδώ η ζωή μας, τότε νοσταλγούμε την ουράνια πατρίδα και
νιώθουμε τη γη αυτή σαν ξενιτειά. Νιώθουμε όπως οι Εβραίοι όταν βρέθηκαν
αιχμάλωτοι στην Βαβυλώνα. Ήταν απαρηγόρητοι. Δεν είχαν διάθεση να πουν ψαλμούς
και τραγούδια της πατρίδας τους. Κρέμασαν στις ιτιές πλάϊ στο ποτάμι τα όργανά
τους και θρηνούσαν την εξορία τους. Μεγάλα πνεύματα της ανθρωπότητας
φιλοσόφησαν πάνω στην ταλαιπωρία αυτού του κόσμου. Αυτοί μίλησαν με νοσταλγία
για την αληθινή μας πατρίδα, τον Παράδεισο, την πατρίδα που είχαμε κάποτε και
την χάσαμε. Ξενιτεμένοι, λοιπόν, είμαστε όλο το ανθρώπινο γένος εδώ στη γη. Και
όχι μόνο ξενιτεμένοι αλλά και κάτι χειρότερο. Ίσως αναρωτηθούν κάποιοι: Υπάρχει
κάτι χειρότερο; Υπάρχει. Το δε χειρότερο κι από την ξενιτειά είναι η εξορία.
Άλλο ξενιτειά και άλλο εξορία. Διότι στην
ξενιτειά πηγαίνει κάποιος, αν και δύσκολα, με τη δική του θέληση. Πηγαίνει με
την ελπίδα ότι θα βρει κάτι που δεν το βρήκε στην πατρίδα τουˑ είτε εργασία και
μέλλον, είτε σπουδές και πνευματικά εφόδια, είτε την υγεία του, είτε να ξεφύγει
από τα πυρά του πολέμου (όπως σήμερα οι πρόσφυγες από την Συρία), είτε κάτι
άλλο παρόμοιο. Μάλιστα αν δεν του αρέσει στην ξενιτειά, είναι ελεύθερος να
επιστρέψει στην πατρίδα του. Στην εξορία όμως διαφέρει το πράγμα. Εκεί τον
εξαποστέλλουν ή τον αρπάζουν και τον οδηγούν αναγκαστικά και δια της βίας,
χωρίς να τον ρωτήσουν αν θέλει να πάει, και χωρίς καμιά ελπίδα για κάτι
καλύτερο. Οι εξόριστοι οδηγούνται στον ξένο τόπο διωγμένοι και τιμωρημένοι. Φθάνουν
εκεί έρημοι, ρακένδυτοι, ταπεινωμένοι, εξευτελισμένοι και χωρίς την ελπίδα ότι
κάποτε θα δουν, έστω για λίγο, τον τόπο τους.
Σε αυτή την κατάσταση βρέθηκαν ο Αδάμ και
η Εύα, αλλά και ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, μετά την παρακοή και το προπατορικό
αμάρτημα. Όχι απλά ξενιτεμένοι, αλλά εξόριστοι, διωγμένοι από τον Παράδεισο!
Αποξενωμένοι από τον Θεό, απομονωμένοι από τους Αγγέλους και τους Αγίους. Αλλά,
δόξα τω Θεώ, η θλιβερή αυτή κατάσταση δεν κράτησε για πάντα. Όπως για τον
εξόριστο η πιο χαρμόσυνη είδηση είναι να του αναγγείλουν, ότι η ποινή του
τελείωσε και ήλθε η ώρα να γυρίσει στον τόπο του, έτσι ο Πανάγαθος Θεός δεν
άφησε τον Αδάμ και τους απογόνους Του αιώνια στην εξορία και στην αποξένωση.
Έστειλε τον Υιό Του τον μονογενή, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, και έφερε στους
ανθρώπους χαρμόσυνο μήνυμα. Μας έφερε το μήνυμα της συγχώρησης, της συμφιλίωσης
και του επαναπατρισμού. Μας έφερε την ειρήνη και τη συμφιλίωση με τον Θεό.
Με το βάπτισμά μας στο όνομα της Αγίας
Τριάδος, εμείς οι ξένοι και εξόριστοι, γίναμε οικείοι του Θεού. Η ζωή σε αυτή
τη γη απέβαλε την απομόνωση της ξενιτειάς και την πικρία της εξορίας. Απέκτησε
την οικειότητα με τον Θεό και την αδελφική συναναστροφή με τους Αγίους, που
είναι τα προσφιλή παιδιά του Θεού. Υπάρχει μεγαλύτερη τιμή και χαρά από το να
πλησιάσουμε τον Θεό, να γίνουμε φίλοι και «οικείοι του Θεού» (ΕΦ. 2, 19); Οι
άνθρωποι θεωρούν μεγάλο πράγμα τη φιλία με κάποιον από τους ισχυρούς της γης.
Όμως η φιλία και η οικειότητα με τον Θεό είναι η μόνη που αξίζει. Μπροστά σε
αυτή την οικειότητα οποιαδήποτε άλλη οικειότητα δεν αξίζει απολύτως τίποτα. Η
οικειότητα βέβαια αυτή δεν καταργεί τον θείο φόβο και τον θείο σεβασμό.
Πλησιάζουμε τον Θεό με το θάρρος και τον σεβασμό του γνωρίμου και οικείου.
Αγαπητοί μου φίλοι, σαν γνήσιοι μαθητές
του Κυρίου μας, οφείλουμε να προσευχόμαστε με πίστη σε Αυτόν. Με εμπιστοσύνη ας
Του αναθέτουμε όλα μας τα προβλήματα. Τον Χριστό να Τον αισθανόμαστε σαν τον
πατέρα μας, στον Οποίο θέτουμε τα θέματα που μας απασχολούν για τη λύση τους.
Έχουμε ένα Θεό που μας αγαπάει και αυτό οφείλουμε να το εκμεταλλευθούμε σωστά.
Οφείλουμε να Του ανοίγουμε την καρδιά μας και να Του λέμε αυτά που μας
απασχολούν στην καθημερινή μας ζωή. Να αισθανόμαστε οικείοι μαζί Του,
διατηρώντας ταυτόχρονα και τον σεβασμό μας. Αυτή είναι η καλή οικειότητα. Και έτσι θα
έχουμε ελπίδα, στην άλλη ζωή να απολαύσουμε ακόμη μεγαλύτερης οικειότητας. Τότε
όχι απλά θα βλέπουμε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό και θα Του μιλάμε, αλλά και θα
ενωθούμε μαζί του αιώνια.
Με
αγάπη Χριστού,
π.
Βασίλειος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου