Η σημερινή Ευαγγελική περικοπή, αγαπητοί
μου φίλοι, μας μιλάει για την ανάσταση του μονάκριβου γιου μιας χήρας στην πόλη
Ναΐν. Μέσα στον Ευαγγελικό λόγο βλέπουμε ότι ο Ίδιος ο Κύριος ασχολείται με
τους αδύναμους, τους ασθενείς και τους πονεμένους. Βλέπουμε ότι οι πονεμένοι
είναι αυτοί που γίνονται κυρίως ικανοί να δεχθούν τις επισκέψεις του Θεού, αλλά
και αυτοί οι οποίοι θεολογούν μέσα από την ίδια τη ζωή τους. Διότι θεολογία
είναι να μετέχω στη ζωή του Θεού, θεολογία σημαίνει να πάσχω τα Θεία, να μετέχω
στην Χάρη του Θεού και όχι απλώς διανοητικά να μιλάω περί Θεού. Στο σημείο αυτό
θα μπορούσαμε να κάνουμε έναν παραλληλισμό. Ο Κύριος επισκέφθηκε τη χήρα του
Ευαγγελίου, όταν είχε πεθάνει ο γιος της και είχε χάσει τις ελπίδες της. Έτσι
συμβαίνει και με τον κάθε άνθρωπο. Όταν παύσει να ελπίζει στις δικές του
δυνάμεις, τον επισκέπτεται ο Κύριος.
Αλλά γενικώτερα στην πνευματική ζωή, τότε
είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε τις επισκέψεις και την Χάρη του Θεού, όταν παύουμε
να ελπίζουμε στα ανθρώπινα, όταν παύουμε να ελπίζουμε στις δικές μας δυνάμεις.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο πόνος είναι ο τρόπος που ο άνθρωπος «συλλαμβάνει»
τον Θεό. Όπως έρχεται η ζωή στον κόσμο μέσα από τους πόνους του τοκετού, έτσι
και στην πνευματική γέννηση, ο τρόπος είναι ο πόνος. Όχι γιατί ο Θεός θέλει να
πονάμε, αλλά γιατί ο πόνος είναι ο τρόπος που ο άνθρωπος υπερβαίνει και
ξεφεύγει από την ανωριμότητά του. Η ανωριμότητα εκφράζεται ως ψευδαίσθηση
παντοδυναμίας, ως αίσθηση υπαρξιακής αυτάρκειας. Οι περισσότεροι από τους
σημερινούς ανθρώπους πιστεύουν πως μπορούν να ζουν και χωρίς τον Θεό. Γι’ αυτό
και τον έχουν βγάλει από τη ζωή τους. Το βλέπουμε στους Ναούς, οι οποίοι έχουν
αδειάσει.
Για να μπορέσει, λοιπόν, ο άνθρωπος να
έχει αυτήν την ικανότητα να αντιλαμβάνεται και να γεύεται τη ζωή, η μοναδική
προϋπόθεση είναι ο πόνος. Ο πόνος που έχει ο άνθρωπος συνήθως είναι ανάλογος με
τη φιλαυτία του, με την υπερηφάνειά του, με τον εγωϊσμό του. Ο πόνος είναι
συνήθως ανάλογος με το πείσμα του ανθρώπου, το να μην θέλει δηλαδή να παραδοθεί
στον Θεό, αλλά αντίθετα να επιμένει και να παραδίδεται στο λογισμό του και στη
δύναμή του. Οι υπερήφανοι πάσχουν γιατί δεν αφήνουν τον Θεό να κάνει τη δουλειά
Του και στερούνται της ζωής Του. Ωριμότητα, λοιπόν, είναι να μπορέσει ο
άνθρωπος να διαγνώσει ότι δια του πόνου αποκαλύπτεται η Ζωή, που είναι ο
Χριστός, στη ζωή μας. Είναι δύσκολο να κατανοηθεί αυτή η κατάσταση γιατί οι
περισσότεροι άνθρωποι είναι υπερήφανοι και δεν θέλουν τον πόνο στη ζωή τους.
Αλλά δεν σώζει ο κάθε πόνος. Σώζει ο
πόνος, εφόσον σωστά τον διαχειρισθούμε. Σωστή διαχείριση γίνεται, όταν παύουν
να υπάρχουν οι ανθρώπινες ελπίδες. Εδώ δεν μιλάμε μόνο για προβλήματα σωματικής
ασθένειας ή οικονομικά προβλήματα. Αλλά μιλάμε κυρίως για την περίπτωση που ο
άνθρωπος ζει μέσα στα πάθη του και δεν έχει ελπίδες να ελευθερωθεί από αυτά.
Ελευθερωμένοι από τα πάθη παύουμε να ελπίζουμε στον εαυτό μας και ελπίζουμε
πλέον μόνο στον Θεό. Η οδός της ταπείνωσης είναι η ελπίδα και η πλήρης αναφορά
στον Θεό. Αφήνουμε τα πάντα, ακόμη και τη ζωή μας στον Θεό. Είναι βλασφημία
έναντι του Θεού, εμείς οι άνθρωποι της Εκκλησίας, να γογγύζουμε και να λέμε:
«Που είσαι, Θεέ μου; Μας ξέχασες». Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αμαρτία από την
απελπισία. Αν καταφέρει ο διάβολος να μας ρίξει στην απελπισία, μας νίκησε. Θα
του το επιτρέψουμε;
Τα ψυχολογικά προβλήματα δεν είναι απλώς
και μόνο μία κατάσταση που έχουν οι άνθρωποι κληρονομικά. Την δημιουργούμε κι
εμείς οι ίδιοι. Την δημιουργούμε, όταν εμμένουμε στον εαυτό μας. όταν θέλουμε
να δικαιωθούμε στον εαυτό μας, όταν θέλουμε να δικαιωθούμε στον λογισμό μας.
Δεν θέλουμε να παραδεχθούμε ενώπιον του Θεού ότι είμαστε πλήρως αποτυχημένοι
και να ζητήσουμε το έλεός Του. Μας τρομάζει αυτή η αίσθηση να ομολογήσουμε την
αποτυχία μας. Διότι στο βάθος δεν πιστεύουμε στη φιλανθρωπία του Θεού, στην
Αγάπη του Θεού. Όσο, λοιπόν, νοιώθουμε ισχυροί στις δυνάμεις μας, στις
επιτυχίες μας, στους στόχους μας, τόσο περισσότερο ανάπηροι γινόμαστε. Μόνον
όταν αναγνωρίσουμε ότι η δύναμή μας είναι ο Θεός, τότε και μόνο τότε μπορούμε
να ελευθερωθούμε. Πρέπει οπωσδήποτε να αφήσουμε ολόκληρη την ύπαρξή μας στην
αγκαλιά του Θεού.
Αγαπητοί μου φίλοι, τι είναι λοιπόν οι
επισκέψεις του Θεού; Είναι το άγγιγμα του Θεού στον εαυτό μας. Τι γίνεται; Ανασταίνει
ο Κύριός μας τον γιο της χήρας, αλλά να είμαστε σίγουροι ότι, όταν η χήρα είδε
ότι ο Ιησούς είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου, λύθηκε το πρόβλημά της.
Κατάλαβε ότι δεν υπάρχει θάνατος. Άρα τότε θα μπορούσε να δεχθεί και τον θάνατο
του παιδιού της, γιατί πλέον κατάλαβε ότι δεν υπάρχει θάνατος. Τι είναι τελικά
επισκέψεις του Θεού; Είναι η βεβαιότητα ότι ο Θεός είναι κοντά μας και μας
αγαπά. Είναι η βεβαιότητα ότι μέσα από αυτές τις επισκέψεις Του, νικήθηκε ο
θάνατος. Όλα τα προβλήματά μας ξεκινούν από την έλλειψη βεβαιότητας ότι
νικήθηκε ο θάνατος. Όσο πιο χαμένοι είμαστε, τόσο έχουμε περισσότερες ελπίδες,
αρκεί να μην εγκλωβισθούμε στην μιζέρια μας και στα προβλήματά μας, αλλά να
καταφεύγουμε στον Θεό, λέγοντας ο καθένας μας «Είμαι μία πλήρης αποτυχία, κάνε
με ό,τι θέλεις».
Με
αγάπη Χριστού,
π.
Βασίλειος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου