Στο σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα, αγαπητοί
μου φίλοι, ο Ευαγγελιστής Λουκάς μας παρουσιάζει δύο θαύματα του Κυρίου μας.
Μόλις επέστρεψε ο Κύριος στην Καπερναούμ, Τον υποδέχθηκε πολύς κόσμος. Τον
περίμεναν όλοι με ανυπομονησία. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ο Ιάειρος, που ήταν
άρχοντας της Συναγωγής. Ένα πρόβλημα μεγάλο τον είχε αναστατώσει. Η μονάκριβη
δωδεκάχρονη κόρη του ήταν βαριά άρρωστη, ετοιμοθάνατη. Γι’ αυτό και έπεσε
γονατιστός στα πόδια του Χριστού και Τον παρακαλούσε να έλθει στο σπίτι του. Ο
Κύριος τον λυπήθηκε και αμέσως τον
ακολούθησε. Στον δρόμο για το σπίτι του Ιαείρου τα πλήθη του λαού πίεζαν
ασφυκτικά τον Χριστό. Κάποια στιγμή έγινε κάτι που κανείς από τον κόσμο δεν το
πήρε είδηση. Μία γυναίκα που υπέφερε δώδεκα χρόνια από αιμορραγία είχε
πλησιάσει κρυφά τον Κύριο από πίσω.
Αυτή η γυναίκα είχε ξοδεύσει όλη την
περιουσία της σε γιατρούς χωρίς να βρει πουθενά τη θεραπεία. Η μόνη της ελπίδα
λοιπόν ήταν ο Χριστός. Τον πλησίασε κρυφά από τα βλέμματα των ανθρώπων γιατί
ντρεπόταν για το νόσημά της. Άγγιξε λοιπόν την άκρη του ενδύματος του Κυρίου
και αμέσως το θαύμα έγινε, σταμάτησε η αιμορραγία της. Όμως ο Κύριος άρχισε να ρωτά ποιος Τον είχε
αγγίξει. Κι επειδή κανένας δεν αποκρινόταν, είπε ο Πέτρος και οι άλλοι μαθητές:
«Διδάσκαλε, οι όχλοι έχουν στριμωχθεί κοντά σου και σε πιέζουν κι εσύ λες ποιος
με άγγιξε;» (ΛΟΥΚΑ 9, 45). Ο Ιησούς όμως είπε: «Κάποιος με άγγιξε, γιατί εγώ
ένιωσα να βγαίνει από εμένα δύναμη» (ΛΟΥΚΑ 9, 46). Τότε η γυναίκα, που κατάλαβε
ότι δεν έμεινε κρυφή η πράξη της, ήλθε τρέμοντας κι αφού έπεσε γονατιστή στα
πόδια Του, ομολόγησε μπροστά σε όλους το θαύμα που έγινε. Και ο Κύριος της
είπε: «Θάρρος, κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσεˑ πήγαινε στο καλό» (ΛΟΥΚΑ 9, 48).
Γιατί όμως ο Κύριος ρωτούσε ποιος Τον
άγγιξε; Δεν ήξερε; Ασφαλώς ήξερε. Αλλά ήθελε να δείξει, ότι δεν αγνοούσε το
γεγονός και ότι η γυναίκα αυτή δεν υπέκλεψε τη θεραπεία της, αλλά την έλαβε από
την πανάγαθη θέλησή Του. Και την έλαβε γιατί είχε πραγματική πίστη. Αυτήν
ακριβώς την πίστη της ήθελε ο Κύριος να δημοσιοποιήσει και να επιβραβεύσει.
Ήθελε από αυτή την πίστη να διδαχθούν τα πλήθη που ήταν εκεί και πολύ
περισσότερο ο άρχοντας της Συναγωγής που περνούσε μία πολύ μεγάλη δοκιμασία.
Ήθελε επίσης να κάνει τη γυναίκα αυτή αιώνιο παράδειγμα πίστης. Τέλος ο Χριστός
την ονομάζει «κόρη του» (ΛΟΥΚΑ 9, 48), διότι με την πίστη της αυτή η γυναίκα
δεν βρήκε μόνο τη θεραπεία του σώματός της, αλλά και τη σωτηρία της ψυχής της.
Μάλιστα η γυναίκα αυτή έγινε και Αγία της Εκκλησίας μας, σύμφωνα με την
Παράδοση. Το όνομά της είναι Βερονίκη.
Καθώς ο Κύριος συνέχιζε την πορεία Του,
ήλθε κάποιος από το σπίτι του αρχισυναγώγου και του είπε: «Η κόρη σου πέθανεˑ
μην ενοχλείς πια τον διδάσκαλο» (ΛΟΥΚΑ 9, 49). Μπορούμε άραγε να φαντασθούμε τι
ένιωσε τη φοβερή εκείνη ώρα ο δύστυχος πατέρας; Ο Κύριος όμως, μόλις άκουσε την
είδηση αυτή, του είπε: «Εσύ μη φοβάσαι, μόνο πίστευε, και θα σωθεί» (ΛΟΥΚΑ 9,
50). Όταν έφθασε στο σπίτι του Ιαείρου, αντίκρισε ένα οδυνηρό θέαμα. Όλοι
έκλαιγαν και θρηνολογούσαν την κόρη του. Ο Χριστός για να ηρεμήσει τα πνεύματα
τους είπε: «Μην κλαίτεˑ δεν πέθανε, αλλά κοιμάται» (ΛΟΥΚΑ 9, 52). Μα εκείνοι
Τον περιγελούσαν, διότι ήσαν βέβαιοι ότι το κοριτσάκι ήταν νεκρό. Ο Κύριος
όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, άφησε να μείνουν στο δωμάτιο της νεκρής μόνο
ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης και οι γονείς του παιδιού.
Κι εκείνη τη μοναδική ώρα έπιασε το χέρι
του μικρού κοριτσιού και φώναξε: «Κόρη, σήκω πάνω» (ΛΟΥΚΑ 9, 54). Η στιγμή ήταν
συγκλονιστική. Το πνεύμα της επέστρεψε και αυτή αμέσως σηκώθηκε. Οι γονείς
έμειναν εκστατικοί και ήσαν γεμάτοι ασυγκράτητη χαρά. Και αφού έγινε η ανάσταση
της κόρης τους προστάζει ο Κύριος να δώσουν στη μικρή φαγητό και να μην πουν σε
κανένα το γεγονός. Γιατί όμως τους έδωσε αυτή την οδηγία; Για να μην ερεθισθεί
ο φθόνος των εχθρών Του, εξηγούν οι Ιεροί ερμηνευτές. Διότι το θαύμα αυτό
διαλαλούσε περίτρανα, ότι ο Κύριος δεν είναι ένας απλός άνθρωπος, αλλά έχει τη
δύναμη να ανασταίνει νεκρούς και να νικά το θάνατο. Αυτή η πραγματικότητα είναι
ασύλληπτη για την ανθρώπινη λογική. Δεν είναι μια λεπτομέρεια στην Πίστη μας,
αλλά η μεγαλύτερη αλήθεια. Ο Χριστός είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου.
Αγαπητοί μου φίλοι, η πίστη αυτή πρέπει να
κυριαρχεί διαρκώς στη σκέψη μας. Με την πίστη αυτή θα αλλάξει η ζωή μας. Δεν θα
πρέπει να τρέμουμε μπροστά στο θάνατο. Εμείς οι Χριστιανοί δεν πρέπει να
φοβόμαστε το θάνατο, όπως τους ανθρώπους εκείνους που ζουν χωρίς την ελπίδα
τους στον Χριστό. Δεν είμαστε πλασμένοι για μερικά χρόνια επίγειας ζωής. Ο
θάνατος δεν είναι το τέλος μας, αλλά η αρχή μιας άλλης, ατελείωτης ζωής. Η ζωή
μας εδώ στη γη είναι ένα μικρό επεισόδιο μπροστά στην αιωνιότητα. Κάποτε θα αναστήσει
ο Κύριος και όλους εμάς. Θα ακούσουμε όλοι μας τη φωνή Του να μας καλεί και
πάλι στην αιώνια ζωή. Η ζωή μας έχει νόημα μόνο επειδή υπάρχει ο Χριστός, που
είναι η Ζωή και η Ανάσταση. Ας ζούμε λοιπόν την επίγεια ζωή μας με προοπτική
αιωνιότητας και έτσι θα μπορέσουμε κι εμείς να εισέλθουμε στην αιώνια χαρά της
Βασιλείας του Θεού.
Με
αγάπη Χριστού,
π.
Βασίλειος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου