Ο Χάινριχ Μπελ είναι ένας από τους
σημαντικότερους και πολυμεταφρασμένους λογοτέχνες της μεταπολεμικής Γερμανίας.
Στα μυθιστορήματά του, που περιστρέφονται γύρω από τα δεινά της ζωής των
Γερμανών, κατά και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αποτυπώνεται η μεταλλασσόμενη
ψυχολογία του γερμανικού έθνους. Το 1972 βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας
για την συμβολή του στην ανανέωση της γερμανικής λογοτεχνίας.
Ο Χάινριχ Τέοντορ Μπελ γεννήθηκε στην
Κολωνία στις 21 Δεκεμβρίου 1917 στους κόλπους μιας καθολικής οικογένειας με
ειρηνιστικά πιστεύω, που αργότερα αντιτάχθηκε στο ναζιστικό καθεστώς. Ο νεαρός
Μπελ, γιος επιπλοποιού, αρνήθηκε να ενταχθεί στην χιτλερική νεολαία και μετά
τις εγκύκλιες σπουδές του γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας για να
σπουδάσει Γερμανική Φιλολογία.
Το 1938 κλήθηκε στον στρατό (Βέρμαχτ),
όπου υπηρέτησε επί έξι χρόνια ως στρατιώτης και δεκανέας. Κατά την διάρκεια του
Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου πολέμησε στο ρωσικό και δυτικό μέτωπο, καθώς και στα
Βαλκάνια. Ο Μπελ τραυματίστηκε τέσσερις φορές, προσβλήθηκε από τυφοειδή πυρετό
και τελικά συνελήφθη αιχμάλωτος από τους αμερικανούς τον Απρίλιο του 1945 και
εγκλείστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Οι εμπειρίες του από τα χρόνια του
πολέμου-«από την τρομερή μοίρα να είσαι στρατιώτης και να πρέπει να εύχεσαι να
μπορούσε να χαθεί ο πόλεμος»-κατέλαβαν κεντρική θέση στο έργο του.
Μετά την απελευθέρωσή του εγκαταστάθηκε
στη γενέτειρά του. Αρχικά εργάστηκε στο οικογενειακό επιπλοποιείο και στην
συνέχεια στην δημοτική στατιστική υπηρεσία. Και οι δυο δουλειές δεν τον
ικανοποιούσαν και έτσι πήρε το ρίσκο να γίνει συγγραφέας.
Τα πρώτα διηγήματά του εκδόθηκαν το 1947
και δεν πέρασαν απαρατήρητα από το αναγνωστικό κοινό της πατρίδας του. Στις
πρώτες του νουβέλες «Το τρένο ήρθε στην ώρα του» («Der Zug war pünktlich»,
1949) και «Εσύ Αδάμ, πού ήσουν;» («Wo warst du Adam?», 1951) περιγράφει την
άθλια και απελπισμένη ζωή των στρατιωτών.
Οι αβεβαιότητες που δημιουργεί η
πραγματικότητα ανιχνεύεται μέσα από τη ζωή ενός μηχανικού στη νουβέλα «Το ψωμί
των παλιών χρόνων» («Das Brot der frühen Jahre», 1955) και μέσα από τη ζωή μιας
οικογένειας αρχιτεκτόνων στο μυθιστόρημα «Μπιλιάρδο στις εννιάμιση» («Billard
urn halb zehn», 1959), το οποίο, με τους εσωτερικούς μονολόγους και τις
αναδρομές στο παρελθόν, είναι το πιο περίπλοκο μυθιστόρημά του.
Στο μυθιστόρημά του «Οι απόψεις ενός
κλόουν («Ansichten eines Clowns», 1963), με το οποίο έγινε ευρύτερα γνωστός και
εκτός Δυτικής Γερμανίας, ο ήρωάς του ξεπέφτει, εξαιτίας του πάθους του για το
αλκοόλ, από τη θέση ενός καλά αμειβόμενου αρτίστα στο επίπεδο ενός επαίτη
πλανόδιου μουσικού. Το έργο του δημιούργησε σκάνδαλο επειδή ασκούσε κριτική
στην Καθολική Εκκλησία, παρότι ο ίδιος ήταν πιστός Καθολικός.
Οι φιλελεύθερες απόψεις του για τα
εκκλησιαστικά και κοινωνικά ζητήματα προκάλεσαν την οργή των συντηρητικών κύκλων
της τότε Δυτικής Γερμανίας, οι οποίοι τον κατηγόρησαν αργότερα και ως
συμπαθούντα την τρομοκρατία με αφορμή την υπόθεση Μπάαντερ-Μάινχοφ. Δεν του
συγχώρησαν ακόμη και την βράβευσή του με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1972, λέγοντας
«ότι μόνο φιλελεύθεροι και αριστεροί παίρνουν τα Νόμπελ Λογοτεχνίας».
Το 1971, εξέδωσε το εκτενέστερο από τα
μυθιστορήματά του, το «Ομαδικό πορτραίτο με μια κυρία» («Gruppenbild mit
Dame»), την «κορωνίδα της δημιουργίας του Χάινριχ Μπελ», σύμφωνα με τη
διατύπωση της επιτροπής που του απένειμε το Νόμπελ. Πρόκειται για ένα πανόραμα
της γερμανικής ζωής από τους δύο παγκόσμιους πολέμους έως τη δεκαετία του 1970,
που απεικονίζεται με τις αφηγήσεις των πολυάριθμων προσώπων που πέρασαν από τη
ζωή της μεσόκοπης τώρα Λένι Πφάιφερ.
Το έργο με το οποίο είναι γνωστός κυρίως
στην χώρα μας είναι το μυθιστόρημά του «Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ»
(«Die verlorene Ehre der Katharina Blum, 1974), στο οποίο καταγγέλλει τη
δημοσιογραφική ηθική, καθώς και τις αξίες τής σύγχρονης Γερμανίας, μέσα από την
ιστορία μιας νεαρής κοπέλας που κατηγορείται αδίκως για συμμετοχή σε
τρομοκρατική οργάνωση και διαπομπεύεται από τον κίτρινο τύπο. Το μυθιστόρημα
μεταφέρθηκε με επιτυχία στον κινηματογράφο, ένα χρόνο αργότερα από τους
σκηνοθέτες Φόλκερ Σλέντορφ και Μαργκαρέτε φον Τρότα.
Χριστιανός και ειρηνιστής, ο Χάινριχ Μπελ
διαμόρφωσε μιαν άκρως ηθικολογική, αλλά ατομοκεντρική εποπτεία της κοινωνίας
που τον περιέβαλε. Ένα θέμα που συχνά χρησιμοποίησε ήταν η αποδοχή ή η άρνηση
από το άτομο της προσωπικής του ευθύνης. Έγραφε σε έναν πειθαρχημένο πεζό λόγο
και συχνά με καυστική σάτιρα, για να εκφράσει τις αντιπολεμικές και
αντικομφορμιστικές απόψεις του. Υποστηρίζεται ευρέως η γνώμη ότι υπήρξε ο
εξοχότερος ουμανιστής εκφραστής των εμπειριών του γερμανικού έθνους κατά τον Β΄
Παγκόσμιο Πόλεμο.
Από το 1971 έως το 1973 διετέλεσε πρόεδρος
της PEN International, της παγκόσμιας ένωσης των συγγραφέων και της παλαιότερης
οργάνωσης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ο Χάινριχ Μπελ πέθανε στην Κολωνία στις 16
Ιουλίου 1985, σε ηλικία 67 ετών.
www.sansimera.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου