«Αυτοί οι ιταλοπαρμένοι μαέστροι που έχουνε ταμπουρωθεί στα ωδεία, και δουλεύουνε για “τη μουσική χειραφέτηση του ελληνικού λαού” βγάζουνε πλήθος διπλωματούχους κανταδόρους, κι επειδή αυτοί δεν μπορούνε να βρούνε δουλειά στην πιάτσα, τους βάζουνε στις “χορωδίες”, που κάνανε για να ψέλνουνε στις εκκλησίες. Έτσι βάλανε αυτοί οι λεβαντίνοι πόδι μέσα στις εκκλησίες, εκτοπίσανε τους γνήσιους ψαλτάδες, και γεμίσανε οι γυναικωνίτες από “απόφοιτους των ωδείων”, απ’ όπου ουρλιάζουνε σαν απατημένοι σύζυγοι σε ιταλιάνικο μελόδραμα, προς δόξαν της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας! Ποιος Έλληνας μπορεί να πει πως νοιώθει κατάνυξη από τα μουσικά αυτά μασκαριλίκια, και πως κάνει την προσευχή του ακούγοντας εκείνους τους “μπάσους” που μουγκρίζουνε σαν βουβάλια, και κείνους τους “τενόρους” με τις ηλίθιες κορόνες; Όποιος το λέγει, ή είναι ψεύτης, ή είναι εκφυλισμένος. Γιατί, όλοι οι Έλληνες ζούμε με τον ίδιο τρόπο, με τις ίδιες συνήθειες με την ίδια ανατροφή, κι αυτές οι φωνάρες δεν έχουν καμμιά σχέση με το χαρακτήρα μας, με τον τρόπο που αισθανόμαστε, με την ελληνική ψυχή μας».
(«Ευλογημένο
Καταφύγιο», εκδόσεις Ακρίτας, [9], 2004, σελίδες 178-179)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου