Εκείνη
τη μέρα στη σύναξη των τούρκων πασάδων κάποιος αναρωτήθηκε ποιο να ’ναι το
μεγαλύτερο πράγμα στον κόσμο όλο. Ακούστηκαν γνώμες και σκέψεις ποικίλες. Και
σαν κόπασαν οι πολλές και δυνατές φωνές, αντήχησε μία με τόλμη και σιγουριά, με
μυστική δύναμη βγαλμένη από της καρδιάς τα βάθη: «Εγώ ξέρω ποιο είναι το
μεγαλύτερο πράγμα στον κόσμο όλο». Τον κοίταξαν με περιέργεια οι άλλοι και
πρόσμεναν την απάντησή του. Μα τούτο που άκουσαν να ξεστομίζει ο Αχμέτ αφέντης
δεν το περίμεναν: «Το πιο μεγάλο σ’ αυτόν τον κόσμο είναι η πίστη των
χριστιανών». Είχε ζυγίσει τις λέξεις με τη ζωή του και τις είχε πει συνειδητά.
Αυτός ήξερε. Δεν μπορούσε να σιωπά, δεν άντεχε να μένει βουβός. Δεν μπορούσε να
μη μιλήσει, κι ας ήταν τούτα τα λόγια του τα τελευταία. Τον άρπαξαν βίαια και
τον κρέμασαν οι φίλοι και ομόφυλοί του στον Κεατχανέ-Μπαξέ στις 3 Μαΐου του
1682.
Ο
τούρκος άρχοντας Αχμέτ στην Κωνσταντινούπολη του 17ου αιώνα ανήκε στα ανώτατα
στελέχη τα οποία πλαισίωναν τον σουλτάνο και ασκούσε το επάγγελμα του γραφέα,
του αρχιλογιστού (κάλφας). Χωρίς δική του οικογένεια ζούσε με δύο δούλες
ορθόδοξες από τη Ρωσία. Η αφοσίωση και η ευσυνειδησία των γυναικών αυτών
φιλοτίμησαν τον αφέντη, ο οποίος χάρισε σ’ αυτές τη δυνατότητα να πηγαίνουν την
Κυριακή στον ναό για εκκλησιασμό.
Καθώς
περνούσε ο καιρός, ο Αχμέτ παρατήρησε ότι κάτι παράδοξο συνέβαινε την ημέρα της
Κυριακής. Το στόμα των δύο δούλων μοσχοβολούσε. Τι πηγή ευωδίας ήταν αυτή! Ο
Αχμέτ προβληματιζόταν. Στις επίμονες ερωτήσεις του οι δύο χριστιανές του
εξήγησαν ότι το μόνο διαφορετικό που έτρωγαν από αυτόν ήταν το αντίδωρο και ο
αγιασμός που έπαιρναν από την εκκλησία. Θαύμασε ο τούρκος άρχοντας. Και
αποφάσισε να εξακριβώσει μόνος του αν όλα αυτά ήταν αληθινά.
Με
μύριες προφυλάξεις ο Αχμέτ εισήλθε στην ορθόδοξη εκκλησία αναζητώντας μυστικά
το θαύμα. Και ο φιλάνθρωπος Κύριος, που είχε συγκατανεύσει κάποτε στην ψηλάφηση
του μαθητή του Θωμά, άφησε εκείνη την ώρα κάτι από το φως του μεγαλείου της
δόξας του να αγγίξει τα μάτια και την καρδιά του καλοπροαίρετου μουσουλμάνου.
Η
έκπληξη και το δέος που ένιωσε ο τούρκος άρχοντας του έγιναν ώθηση, πόθος ιερός
να γνωρίσει και να αγαπήσει Εκείνον που είναι το φως το αιώνιο και το ακένωτο
μύρο. Οι δύο πιστές δούλες με υπομονή και προσευχή τον χειραγώγησαν στον δρόμο
της αλήθειας. Του έμαθαν να προσεύχεται στον Ιησού Χριστό και τον συνέδεσαν με
τον ιερέα. Ο Αχμέτ κατηχήθηκε και έλαβε το άγιο Βάπτισμα. Την αλήθεια που
γνώρισε και βίωσε δεν μπόρεσε να μην την ομολογήσει μόλις δόθηκε η ευκαιρία. Το
χριστιανικό του όνομα δεν το έμαθε ποτέ κανείς. Έτσι έμεινε στο αγιολόγιο της
Εκκλησίας μας με το τουρκικό όνομα Αχμέτ.
«Πάντων
μεγίστη πίστις Ιησού πέλει, Αχμέτ βοήσας πάμμεγα στέφος δέχη». Τα λόγια του,
σθεναρή ομολογία πίστεως, παραμένουν κήρυγμα υπογεγραμμένο με αίμα: «Το πιο
μεγάλο στον κόσμο όλο είναι η πίστη των χριστιανών!»
(Της
λευτεριάς ματοβαμμένες ρίζες, εκδόσεις Ορθόδοξης Αδελφότητας «Χριστιανική
Ελπίς», σελίδες 59-62)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου