Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018
Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018
«ΧΩΡΙΣ ΟΔΥΝΗ ΚΑΙ ΦΟΒΟ (Ο ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΓΕΔΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΥΠΕΜΕΝΕ ΤΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ-ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΘΕΡΑΠΕΥΣΕ ΠΛΗΘΟΣ ΑΣΘΕΝΕΙΩΝ ΠΟΥ ΤΑΛΑΙΠΩΡΟΥΣΑΝ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ), ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ»
Κατά
τη σημερινή ημέρα η Αγία μας Ορθόδοξος Εκκλησία εορτάζει την μνήμη του
Οσιομάρτυρος Γεδεών του Νέου, που μαρτύρησε το έτος 1818. Με την ευκαιρία αυτή
θα αναφερθούμε στον βίο του Οσίου.
Ο
Οσιομάρτυρας Γεδεών, καταγόταν από την επαρχία της Δημητριάδος, από το χωριό
Κάπουρνα. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς. Ο πατέρας του ονομαζόταν Αυγερινός και η
μητέρα του Κυράτσα. Είχε ακόμη επτά αδέλφια. Ο Όσιος όμως ήταν ο πρωτότοκος,
ονομαζόμενος Νικόλαος.
Εξαιτίας
οικονομικών δυσκολιών, η οικογένειά του μαζί με τον ίδιο αναχώρησαν από την
πατρίδα τους και κατοίκησαν στο χωριό Γιερμή. Ο Όσιος ήταν δώδεκα μόλις ετών.
Στο
Βελεστίνο η μητέρα του είχε έναν εξάδελφο παντοπώλη. Ο εξάδελφος αυτός ζήτησε
από την μητέρα το παιδί για να δουλεύει στο κατάστημά του. Η μητέρα έδωσε το
παιδί της μετά χαράς στον εξάδελφό της. Στο κατάστημα ο Νικόλαος ήταν πρόθυμος.
Εκεί σύχναζε ένας Αγαρηνός με το όνομα Αλής, ο οποίος ζήτησε τον μικρό Νικόλαο
για να υπηρετεί στο χαρέμι από τον θείο του και εκείνος αρνήθηκε να του τον
δώσει. Μετά από επτά ημέρες άρπαξε βιαίως το παιδί και το οδήγησε εκεί όπου
ήθελε. Ο Νικόλαος υπηρετούσε πρόθυμα και τον Αλή.
Κάποια
ημέρα ο πατέρας του Οσίου, ζήτησε επιμόνως το παιδί του από τον Αλή. Ο Αγαρηνός
δεν το έδωσε με την αιτιολογία πως ο γιος του ήταν στον πόλεμο ακόμη. Μετά από
δέκα ημέρες ο γιος του επιστρέφει από τον πόλεμο και βλέποντας τον Νικόλαο
θέλησε να τον πείσει να αλλάξει την πίστη του. Τα κατάφερε! Περιέτεμαν το παιδί
και το ονόμασαν Ιμπραήμ.
Δύο
μήνες μετά από την πράξη του αυτή, ο Νικόλαος μετανόησε και αφού έφυγε νύκτα
από τον Αγαρηνό Αλή, πήγε στον πατέρα του και διηγήθηκε την συμφορά στην οποία
περιέπεσε. Ο πατέρας του τον έκρυψε στο χωριό Κεραμίδι και τον συμβούλευσε να
πάει στο Άγιον Όρος.
Οι
Οθωμανοί υποψιαζόμενοι τον πατέρα του Οσίου για την απουσία του γιου του από το
χαρέμι, άρπαξαν αυτόν την ώρα που πωλούσε ψάρια στο Βελεστίνο και τον οδήγησαν
στον Κριτή. Στον Κριτή ο Αυγερινός προσποιήθηκε πως δεν γνώριζε για την απουσία
του γιου του. Έτσι τον άφησαν ελεύθερο.
Στο
Κεραμίδι ο πατέρας του Οσίου είχε μια θεία μοναχή, με το όνομα Σοφία, η οποία
βοήθησε τον Όσιο να βρει εργασία. Η εργασία του ήταν να βοηθά οικοδόμους που
βρίσκονταν στην περιοχή.
Εκείνες
τις ημέρες βρέθηκε ένα πλοίο στο λιμάνι Καμάρι με πρόνοια Θεού. Μπήκαν λοιπόν
μέσα στο πλοίο όλοι οι οικοδόμοι μαζί με τον Νικόλαο και πήγαν στην Κρήτη. Εκεί
οι οικοδόμοι βασάνιζαν τον Νικόλαο κατά τρόπο απάνθρωπο. Τρεις μήνες έζησε ο
Νικόλαος αυτό το μαρτύριο. Μια ημέρα που τον έδειραν πάλι σκληρά, πήρε λίγο
αλεύρι και πήγε σε ένα κοντινό δάσος. Εκεί κάθησε δώδεκα ημέρες και μόλις έφυγε
βρέθηκε μπροστά σε ένα εξωκκλήσι, όπου εκεί βρισκόταν ένας Ιερέας. Του
διηγήθηκε ο Νικόλαος τις ταλαιπωρίες του και ο Ιερέας τον υιοθέτησε από αγάπη
(εκείνες τις ημέρες είχε κοιμηθεί ο γιος του) και τον πήγε στο σπίτι του όπου
τον υποδέχθηκε με μεγάλη χαρά η πρεσβυτέρα του.
Έμαθε
την υφαντουργική τέχνη από τον Ιερέα. Τρία χρόνια μετά κοιμήθηκε ο
Χριστομίμητος εκείνος Ιερέας και η πρεσβυτέρα αδυνατούσε να τον συντηρεί επειδή
είχε και δύο κορίτσια.
Έτσι
έφυγε και από εκεί. Στον δρόμο συνδέθηκε με έναν νέο με τον οποίο συζητούσαν
θέματα σχετικά με την ψυχή. Ο Όσιος του εξέθεσε την επιθυμία του να πάει στο
Άγιον Όρος και να γνωρίσει τους εκεί Πατέρες. Η επιθυμία αυτή υπήρχε και στον
άλλο νέο. Έτσι πήγαν μαζί στο Άγιον Όρος, αφού έφυγαν από την Κρήτη.
Όταν
έφθασαν στις Καρυές ο Όσιος χωρίσθηκε από τον συνοδοιπόρο του, για να
προσκυνήσει τις τότε 24 Ιερές Μονές και
τα υπόλοιπα ασκητήρια του Αγίου Όρους. Έψαχνε παράλληλα να βρει έναν έμπειρο
πνευματικό πατέρα, να του εξομολογηθεί την πτώση του και να μεταλάβει των
Αχράντων Μυστηρίων.
Φθάνοντας
στην Ιερά Μονή Καρακάλου και βλέποντας το ήσυχο και κατανυκτικό του τόπου,
αποφάσισε να μείνει μαζί με τους Πατέρες της Μονής. Εκεί εξομολογήθηκε,
κοινώνησε και έλαβε το μέγα και αγγελικό σχήμα, λαμβάνοντας το όνομα Γεδεών.
Ησύχαζε και έκλαιε για την προτέρα του αμαρτία, με άκρα υπακοή και άσκηση.
Στην
Μονή έμεινε αγωνιζόμενος 35 χρόνια έχοντας παράλληλα και το διακόνημα του
εκκλησιάρχη. Μετά από ψυχωφελείς μελέτες και λόγους προτρεπτικούς σε μαρτύριο,
άναψε από θείο έρωτα και από αγάπη προς το μαρτύριο. Με την ευλογία του
Προεστώτος αναχώρησε από την Μονή και έφθασε στην Ζαγορά, όπου εκεί
επροσποιείτο τον δια Χριστόν σαλό.
Στο
Βελεστίνο, όπου είχε αρνηθεί την πίστη του προς τον Χριστό κατά την Μεγάλη
Πέμπτη, πήγε έξω από το σπίτι του Αγαρηνού Αλή και κτυπούσε με μεγάλες πέτρες
την πόρτα μέχρι που την κατέστρεψε. Μπήκε στο σπίτι του και αφού του θύμησε
ποιος ήταν, ομολόγησε ενώπιόν του την πίστη του στον Χριστό.
Ο
Αγαρηνός διέταξε να τον συλλάβουν οι στρατιώτες και να τον οδηγήσουν στον Κριτή
κατά την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής. Ο Όσιος μπροστά στον Κριτή προσέβαλε την
θρησκεία του και ομολόγησε και πάλι την πίστη του. Ο Κριτής θύμωσε και διέταξε
να τον δείρουν και να τον απομακρύνουν, νομίζοντάς τον για σαλό.
Ο
Όσιος συνέχιζε να επιζητεί το μαρτύριο με μεγάλο πόθο. Ο επόμενος σταθμός του
Οσίου ήταν τα Κανάλια, στο σπίτι του φίλου του Χατζη Νικολού, όπου εκεί του
διηγήθηκε όλα όσα είχαν συμβεί. Ο φίλος του τον παρακίνησε και τον ενθουσίασε
για το μαρτύριο. Όμως το μαρτύριο φαινόταν λίγο μακριά γιατί θεωρούσαν τον Όσιο
σαλό.
Παράλληλα
με τις προσπάθειές του ο Όσιος για να μαρτυρήσει, ησύχαζε σε ένα σπήλαιο πάνω
από το Βελεστίνο, κάνοντας πνευματικούς αγώνες, αγρυπνίες και άλλες ασκήσεις.
Θέλημα
του Θεού δεν ήταν ακόμη να μαρτυρήσει και ο Όσιος βρέθηκε για ένα χρόνο πάλι
στο Άγιον Όρος. Επανήλθε με την ευλογία του Προεστώτος στην Ζαγορά και στο
Βελεστίνο για να εκπληρώσει τον πόθο του. Εμφανίσθηκε πάλι στον Κριτή και
ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό με κανένα όμως αποτέλεσμα.
Έπειτα
ομολόγησε την πίστη του στον διοικητή που βρισκόταν στην Αγυιά βρίζοντας την
θρησκεία του Μωάμεθ. Ο διοικητής εξοργίσθηκε και έγραψε γράμμα στον ηγεμόνα που
βρισκόταν στον Τύρναβο να τιμωρήσει τον Όσιο. Παράλληλα ο Όσιος πήγε στα
Κανάλια, στον φίλο του τον Χατζη Νικολό. Από εκεί τον έπιασαν και τον οδήγησαν
στον ηγεμόνα. Η ομολογία του Οσίου δεν σταματά μπροστά στον ηγεμόνα, μα ούτε
μπροστά στον μουλλά, στους μπέηδες και τους λοιπούς αξιωματικούς. Προσπάθησαν
να τον κολακεύσουν, μάταια όμως. Με την επιμονή του εξοργίσθηκαν και άρχισαν τα
μαρτύριά του. Ο ηγεμόνας διέταξε να του κόψουν τα χέρια και τα πόδια
(προηγουμένως τον είχαν γυρίσει σε όλους τους δρόμους του Τυρνάβου γυμνό). Κατά
την διάρκεια του μαρτυρίου ο Όσιος δεν έδειξε κανένα σημείο οδύνης και φόβου
αφήνοντας έκθαμβους τους Αγαρηνούς. «Ίσασι γαρ - κατά τον θείο Γρηγόριο - και
πολέμιοι ανδρός αρετήν θαυμάζειν».
Έπειτα
τον έρριψαν στα αποχωρητήρια του παλατίου. Στον χώρο αυτό προφήτευσε την
καταστροφή του παλατίου πριν τελειώσει ο χρόνος, σε κάποιον νεοφώτιστο
Χριστιανό που πήγε να πάρει την ευχή του και να στερεωθεί στην πίστη του. Έτσι
ο Άγιος βασανιζόμενος παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Θεού ζώντος και
έλαβε «τον αμαράντινον στέφανον» του μαρτυρίου.
Μετά
από κάποιες ταλαιπωρίες - εξ αιτίας του ηγεμόνα - οι Χριστιανοί παρέλαβαν το
Άγιο λείψανό του και το έθαψαν στον Ιερό Ναό των Αγίων Αποστόλων, στον Τύρναβο.
Μετά την κοίμησή του ο Όσιος εθεράπευσε πλήθος ασθενειών που ταλαιπωρούσαν τους
ανθρώπους.
Στις
14 Μαρτίου του 1819 εξολοθρεύθηκαν αυτές οι δύο ηγεμονίες, αφού προηγήθηκε η
κατά του βασιλέως καταδρομή, κατά την προφητεία του Μάρτυρος.
Κάποιος
Ιερομόναχος Γαβριήλ έλαβε μερικά μέρη του Αγίου λειψάνου, του Οσίου Γεδεών, από
κάποιον λαϊκό Χριστιανό και τα πήγε στην Ιερά Μονή Καρακάλου του Αγίου Όρους.
Έτσι έχουμε οι σημερινοί Χριστιανοί μια πολύτιμη παρακαταθήκη, τα Ιερά λείψανα
του Οσιομάρτυρος Γεδεών.
Εφημερίδα «Πελοπόννησος», Κυριακή,
29-Δεκεμβρίου-1996, Αριθμός φύλλου: 16.052.
Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018
« ΤΟ ΚΡΕΜΜΥΔΑΚΙ, ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ »
Μια φορά κι
έναν καιρό, ζούσε μια κακιά γυναίκα, σωστή μέγαιρα. Πέθανε κι ούτε ένα καλό δεν
είχε κάνει στη ζωή της. Την άρπαξαν το λοιπόν οι διαβόλοι και την πετάξανε στη
φλογισμένη λίμνη. Τότε ο φύλακας-άγγελός της κάθισε και σκέφτηκε: «Πρέπει να
θυμηθώ καμιά καλοσύνη της για να πάω να την πω στο Θεό». Θυμήθηκε, και μία και
δύο πάει και λέει στο Θεό: «Αυτή, του λέει, έβγαλε ένα κρεμμυδάκι φρέσκο απ’ το
περιβόλι της και το ’δωσε σε μία ζητιάνα». Κι ο Θεός απαντάει: «Πάρε λοιπόν το
ίδιο εκείνο το κρεμμυδάκι, και πήγαινε πάνω απ’ τη λίμνη. Βάστα το κρεμμυδάκι
απ’ τη μία άκρη και ας πιαστεί αυτή απ’ την άλλη. Τότε τράβα την. Αν τα
καταφέρεις να την τραβήξεις απ’ τη λίμνη, τότε ας πάει στον Παράδεισο. Όμως αν
σπάσει το κρεμμυδάκι, θα πει πως καλά είναι εκεί που είναι». Έτρεξε ο άγγελος
στη γυναίκα και της λέει: «Πιάσου γερά απ’ το κρεμμυδάκι και γω θα σε τραβήξω».
Κι άρχισε να την τραβάει προσεχτικά. Την είχε βγάλει ολάκερη σχεδόν απ’ τη
λίμνη, μα μόλις είδαν οι άλλοι αμαρτωλοί πως την τραβάνε έξω, γαντζώθηκαν όλοι
πάνω της για να βγουν κι αυτοί μαζί της. Μα η γυναίκα ήταν κακιά, σωστή
μέγαιρα, κι άρχισε να τους κλωτσάει: «Εμένα θέλουν να βγάλουν κι όχι εσάς. Δικό
μου είναι το κρεμμυδάκι κι όχι δικό σας». Μόλις το ’πε αυτό, το κρεμμυδάκι
έσπασε. Κι αυτή ξανάπεσε στη λίμνη και καίγεται εκεί πέρα ως τα σήμερα. Ο
άγγελος έβαλε τα κλάματα κι έφυγε.
Περιοδικό «Φίλοι Φυλακισμένων», Τεύχος
19, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2018