Μοιάζει απειλητικά δυσοίωνο: Ακόμα και με δεδομένη την κατάρρευση, με τη χώρα να επιτροπεύεται, να έχει ανταλλάξει την εθνική κυριαρχία με δανεικά, ακόμα και τώρα, είναι αδύνατο να βρούμε κοινή γλώσσα συνεννόησης.
Τα κόμματα συνεχίζουν τον σκυλοκαβγά, όπως και χθες και πάντοτε, για φτηνές σκοπιμότητες ιδιοτέλειας. Οι συνδικαλιστές, με αρρωστημένη πώρωση, ιλιγγιώδη ασυνειδησία, εντείνουν στο έπακρο τον εκβιασμό για εξωπραγματικές διεκδικήσεις. Δημοσιογράφοι, κανάλια και ραδιόφωνα πουλάνε σκόπιμο κερδοφόρο πανικό ή βλακώδες ψυχολογικό νταϊλίκι. Πανεπιστημιακοί και λόγιοι στο παλκοσένικο της δημοσιότητας αναμηρυκάζουμε τα ίδια, δεκαετίες τώρα, άσπερμα και στείρα κλισέ επιπόλαιων, σχηματικών ερμηνειών της «κρίσης», μόνο για να δικαιολογήσουμε τον αυτευνουχισμό ή την υποταγή μας στην ημιμόρφωση, αν όχι σε συμφέροντα.
Λόγος ικανός να χαλινώσει το χάος της ασυνεννοησίας, δεν υπάρχει. Ούτε ήθος επαρκές, στον χώρο υψηλόβαθμων κρατικών λειτουργών ή εξωκομματικών με δημόσια αναγνώριση προσωπικοτήτων, για να διακινδυνεύσουν πρωτοβουλίες αναζήτησης κοινής γλώσσας, κοινής συνεννόησης για το πρακτέο. Να χαρακτηρίσουμε το φαινόμενο σαν γενική ηθική έκπτωση, δεν βοηθάει σε τίποτα – η καταφυγή στην ηθικολογία διευκολύνει μόνο την αποφυγή έμπρακτης ανάληψης ευθυνών και δράσης.
Ακόμα και οι μάζες οι πιο εξηλιθιωμένες από τον τζόγο, την «ποδοσφαιροφιλία», τα «εκδημοκρατισμένα» σχολειά, τον κρετινισμό της εμπορικής τηλεόρασης, ακόμα και αυτές, μπορούν από ένστικτο να ξεχωρίσουν την ειλικρίνεια από την ιδιοτέλεια. Καταλαβαίνουν ότι υπάρχουν λόγια του αέρα και λόγια που γεννάνε πράξη. Όπως υπάρχει και πράξη που πρέπει να προηγηθεί για να εγγυηθεί την αξιοπιστία του λόγου. Όμως, αυτά που όλοι τα καταλαβαίνουν από ένστικτο, είναι αδύνατο να τα αντιληφθούν οι ψυχικά χαλασμένοι (και χαλασοχώρηδες) επαγγελματίες της πολιτικής. Γι’ αυτό και χρειαζόμαστε τόσο πολύ τον λόγο αδέσμευτων στα κομματικά πολιτών, να θυμίζει ή να απαιτεί τα όσα οι εξουσιαστές μας οφείλουν να καταλαβαίνουν.
Είναι παραφροσύνη σκέτη, οι υπαίτιοι και αυτουργοί της οικονομικής χρεοκοπίας, της σπατάλης και κλοπής του κοινωνικού χρήματος, να τιμωρούν για τα δικά τους εγκλήματα τους αναίτιους, τα θύματα. Να ξεκινάνε περιορισμό των δημόσιων δαπανών με περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, τρελές αυξήσεις των έμμεσων φόρων που συντρίβουν τη φτωχολογιά, περικοπές του «κοινωνικού κράτους». Να μην διανοούνται, οι αχρείοι, να θίξουν τις δικές τους εξωφρενικές «αποζημιώσεις», τους πακτωλούς των κρατικών επιχορηγήσεων που οι ίδιοι έχουν αποφασίσει για τις συντεχνίες τους, το ασύδοτο χρήμα που ρέει στους κομματανθρώπους των κρατικών εταιρειών, της καμαρίλας τους.
Ο απελπιστικά ολίγιστος πρωθυπουργός μας δεν καταλαβαίνει (δεν έχει τις προϋποθέσεις για να καταλάβει) ότι μένοντας αμετανόητος για τις ενοχές που βαρύνουν το κόμμα του (και τον ίδιο ως άλλοτε υπουργό και προβεβλημένο «στέλεχος») μένει σε όλα αναξιόπιστος. Όσα λόγια - φούμαρα κι αν του γράφουν για να παπαγαλίζει, η αναξιοπιστία του δεν αναιρείται. Το ίδιο περίπου ισχύει και για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης : Μας εμπαίζει προκλητικά, όταν εκφέρει γνώμες και προτάσεις για «ανάκαμψη» περιστοιχιζόμενος ή εκπροσωπούμενος από φιγούρες της πιο εξοργιστικής ανικανότητας, ολιγόνοιας, πιθανόν και φαυλότητας, που υποστήκαμε στην εγκληματική κυβερνητική πενταετία του κόμματός του. Αν δεν τολμάει ή δεν μπορεί να βάλει νυστέρι στο σάπιο και απονεκρωμένο κόμμα του, πώς να τον εμπιστευθούμε να διαχειριστεί ( ή να έχει γνώμη ) για την εθνεγερσία που χρειαζόμαστε;
Αν εμείς, το λαϊκό σώμα, ξέρουμε τι θέλουμε, τότε διευκολύνουμε τις διεργασίες για να καρπίσει το αίτημά μας. Να ξέρουμε, λοιπόν, με κριτικό έλεγχο της βεβαιότητάς μας, ότι ένας ( και μόνο ) ενεργός πολίτης, με ηγετικό χάρισμα και ανιδιοτέλεια, θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν καταλύτης για να αναχαιτιστεί η παντοδαπή χρεοκοπία μας, να μεταστραφεί σε δημιουργική, καινοτόμο ανάκαμψη. Αρκεί ο λόγος του να βεβαιώνει την ανιδιοτέλεια, τον πόνο και καϋμό για την κοινωνία και την πατρίδα, αλλά και το ταλέντο του. Και να συμπέσει με διεγερμένη, για την υποδοχή τέτοιου λόγου, κοινωνική ετοιμότητα. Το διακηρύττουν και οι πιο στυγνοί τεχνοκράτες οικονομολόγοι: η οικονομία ( όπως κάθε έκφανση κοινωνικής δυναμικής ) είναι, σε μέγιστο ποσοστό, συνάρτηση του κοινωνικού «κλίματος», της κοινωνικής ψυχολογίας.
Δεν περιμένουμε από μηχανής μεσσία, αλλά ούτε είναι παραπλανητικό ή εφησυχασμός να πούμε ότι κάποιος χρειάζεται να εμπνεύσει τους πολίτες, να τους μεταγγίσει πείσμα και ελπίδα. Να τους ξεσηκώσει όπως σε δίκαιο πόλεμο, σε λαϊκή αυτοάμυνα. Να τους μπολιάσει με την περηφάνια της αντίστασης, να τους συνεγείρει στη χαρά της δημιουργίας, σε όραμα συλλογικού κατορθώματος. Δεν υπάρχει κοινωνία, οσοδήποτε εκφαυλισμένη, σαπισμένη, αποβλακωμένη, που ένας ταλαντούχος ηγέτης να μην μπορεί να την αναστήσει – το πέτυχε ακόμα και η πεθαμένη Ρωσία του αλητήριου Γιέλτσιν μόλις εμφανίστηκε ο Πούτιν, το πέτυχε με τον Ερντογάν η Τουρκία φτασμένη στον βυθό της «Εργκένεκον» και του «Σουσουρλούκ».
Σίγουρα η ανάκαμψη μόνο συλλογικό κατόρθωμα μπορεί να είναι, επίτευγμα κοινωνικό, των πολλών. Αλλά κάποιος πρέπει να πείσει τους πολλούς ότι μπορούν. Μπορούν να ξανακερδίσουν τη λεηλατημένη από ανάξιους και ανίκανους πολιτικάντηδες ζωή τους, να ξανακερδίσουν την αξιοπρέπεια του κοινού τους ονόματος. Να ξαναστήσουν κράτος από την αρχή, καινούργιους θεσμούς, κοινωνικά οράματα, στόχους πολιτισμού. Να τους πείσει ο ένας, ο ταλαντούχος στην πράξη. Στην πράξη που εγγυάται την αξιοπιστία του λόγου.
Για μία και μόνη φορά, σε αυτή την πολύ κρίσιμη (για όλους, δίχως εξαίρεση) ώρα, ας γινόταν να σιωπήσουν οι «εξυπνάδες», ο μηδενιστικός αρνητισμός, η επαγγελματική, χρυσαμειβόμενη αρνησιπατρία, ο «προοδευτικός» χλευασμός κάθε ιερού και όσιου, η «δημοσιογραφία» και τηλεοπτική «ενημέρωση» που επιμένει να σκυλεύει το τυμπανιαίο και οδωδός κουφάρι της πατρίδας. Όχι να αλλάξουν οι άνθρωποι, να μεταμεληθούν, να μεταστραφούν από οδού πονηράς – αυτά δεν γίνονται. Μόνο να σιωπήσουν, απλά και μόνο, ώσπου να περάσει το κακό.
Μήπως και, αν ανασταλούν προς ώρας ο αλαζονικός αρνητισμός, οι συμπλεγματικοί κρωγμοί της αρνησιπατρίας, οι ακκισμοί της επηρμένης ιδιοτέλειας, ξεμυτίσει ο αξιόπιστος λόγος. Και καταφέρουμε να τον αφουγκραστούμε.
Χρήστος Γιανναράς.
« Καθημερινή », 20-Ιουνίου-2010.